6/1/18

Η πικρή χρονιά κι η κουνημένη αχλαδιά

(Εφημερίδα των συντακτών 5-7 Ιαν. 2018)


Καλή χρονιά, «επίσημα» πια, αφού ένας φίλος με διόρθωσε, όταν του ευχήθηκα «Καλή χρονιά», λίγες ώρες προτού αλλάξει ο χρόνος: «Καλή πρωτοχρονιά λέμε, δεν μπήκε ακόμα η νέα χρονιά!» μου είπε. «Και πότε ευχόμαστε π.χ. καλό σαββατοκύριακο;» είπα εγώ, «το Σάββατο πια, όταν έχει αρχίσει, ή από την Παρασκευή, όταν πλησιάζει;»

Άνευ σημασίας, μάλλον το διασκέδασα, όταν σκέφτηκα πόσο εδραιώθηκε τελευταία κι αυτή η ευχή, έτσι, με τη μανία μας να σκαρώνουμε ευχές: «καλή συνέχεια», «καλό τριήμερο», «καλή βάρδια», μανία που προσωπικά δεν με χαλάει καθόλου, με εξαίρεση ορισμένες όπως «καλή απόλαυση» ή και «απολαύστε», σε εστιατόρια ή θεάματα, αλλά και «καλή ακρόαση», στο Τρίτο Πρόγραμμα αυτό, πού αλλού· και από άλλη πια σκοπιά, το εντελώς ασύστατο «καλησπέρα» ντάλα μεσημέρι, με όλη τη μέρα μπροστά, αφού εσπέρα  είναι βέβαια το βράδυ, άρα είναι σαν να ευχόμαστε μεσημεριάτικα «καλό βράδυ» –κι έπειτα να αποχαιρετιόμαστε με «καλό απόγεμα»!

Καλή χρονιά λοιπόν, μέρες γιορτής ακόμα, που «όλοι μας θέλουμε οικογενειακά κλίματα», όπως άκουσα μια τηλεπερσόνα τριτοκλασάτου καναλιού –ενώ, αντίθετα, χρήστης αξιώσεων μιλούσε για τα όσα πέτυχαν στην εκπομπή τους, «παρά τις κουράσεις τους»…

Πάει άλλη μια χρονιά λοιπόν, με κουράσεις και εξαντλήσεις ων ουκ έστι αριθμός, και προσωπικά, αν ξεκινήσω από το τέλος, χάρηκα χαρά μεγάλη που, με το τέλος Δεκεμβρίου, τέλειωσε κι ο Καρυοθραύστης στο Μέγαρο και μαζί η από μήνες καταιγιστική διαφήμισή του, που τελευταία έφτασε να τη δω δύο φορές στο ίδιο διαφημιστικό διάλειμμα! Άκουγα λοιπόν τον περίφημο εθνικό εκφωνητή να διαφημίζει, με το γνωστό περιπαθές ύφος του, τον Γιούρι ΓκριγκΑρόβιτς, με άλφα και παχύ το -τσ, τον θρύλο των ΜπΑλσόι, επίσης με άλφα και παχύ το σίγμα, ενώ διαβάζαμε στην οθόνη ή βλέπαμε σε ολοσέλιδες διαφημίσεις: Γκριγκορόβιτς και Μπολσόι. Σιγά όμως που θα διάβαζε ο εν λόγω τα γραμμένα που του δώσαν να διαβάσει, έτσι δηλαδή όπως τα προφέρει η πλέμπα –και μετά κοροϊδεύουμε το chοκολατάκι της Ντόρας, με παχύ το σίγμα, εννοώ.

Πάει η χρονιά, η πρώτη της αυτοκρατορίας του Τραμπ, σύμφωνα με τον απολογισμό όλων των ξένων ΜΜΕ, και καταπίνουμε τη γλώσσα μας εμείς, στη χώρα του Άδωνη, του Σώρρα και του Ντάνου. Ίδια ένας πλανητάρχης, θα πείτε, με Άδωνη, Σώρρα και Ντάνο;

Τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί και να τον περνάμε εμείς με τους δικούς μας, ιδίως με τον πρώτο, αν υποθέσουμε πως ο δεύτερος και σχεδόν σίγουρα ο τρίτος έχουν σχετικά κοντινή ημερομηνία λήξης.

Κι από τους τρεις αυτούς, λιγάκι μόνο θα σταθώ στον τρίτο, τον Ντάνο του Σαρβάιβορ, καθώς τα σοβαρά ΜΜΕ απαξιούν να ασχοληθούν με τα ριάλιτι, κι έτσι δεν είδαν τις επιδόσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας, που λιγωνόταν μπροστά σ’ έναν ευειδή γραμμωμένο (διόλου τον μόνο μέσα στο παιχνίδι), με άλλοθι το ότι σταυροκοπιόταν ασταμάτητα, τόσο επιδεικτικά, που θα περίμενε κανείς ότι αυτό ακριβώς θα απωθούσε, ενώ παράλληλα, μ’ ένα ύφος μόνιμα ζοχαδιασμένο και μάτι παγωμένο και δολοφονικό, ενίσχυε την εικόνα τού (πάντως άτριχου/ξυρισμένου= άλλο άλλοθι αυτό!) αρσενικού: «έχει αγριάδα, έχει αλητεία», όπως έλεγαν στην κάμερα διάφοροι θαυμαστές του.

Έπεσα όμως χαμηλά, με τα σαρβάιβορ, που πάντως λίγο μόνο  τα ’βλεπα, όχι για τίποτα λόγους αρχής, απλώς επειδή ήταν θανάσιμα βαρετά τα παιχνίδια τους.

Ας σηκωθούμε τώρα πιο ψηλά, πάμε στην Επιστήμη, κι ας είν’ οι αλήθειες της πικρές: Οι πικρές αλήθειες της γλώσσας μου είναι ο τίτλος ενός από τα δύο βιβλία που μας χάρισε προς το τέλος της χρονιάς ο Γ. Μπαμπινιώτης, το άλλο είναι μια Γραμματική, «για όλους» τη φορά αυτή.

Στις πικρές αλήθειες της γλώσσας του κ. Μπαμπινιώτη, όπως τις εκθέτει σε μια «συν-ζήτηση» (μπα, άλλο είναι η συζήτηση;) με τον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, συγκαταλέγεται και η εξής: «αν θέλεις να εντυπωσιάσεις, αρχίζεις και βάζεις τέτοιες λέξεις, όπως π.χ. κλαρινογαμπρός, κιτσάτος, μούρη κ.ά.», γράφει, έμμεση πλην σαφή αναφορά στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας, με την επιμέλεια του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη.

Άρα δεν θέλει να εντυπωσιάσει ο ίδιος, όταν «αρχίζει και βάζει τέτοιες λέξεις», όπως π.χ. σοσάρα, πούλος και πουλεύω, ή πισωγλέντης, ακόμα κι όταν γίνεται κωμικά γλαφυρός, βάζοντας στο ρήμα κουνώ και τη φράση: «την κούνησα την αχλαδιά: είχα σεξουαλική επαφή ή (για άντρα) ήρθα σε ομοφυλοφιλική επαφή: “από παιδάκι έπαιζα με τις κούκλες, συμπεριφερόμουν σαν κοριτσάκι και στα δεκατέσσερα την κούνησα την αχλαδιά μ’ έναν ναύτη”».

Αυτά όμως έχουμε όλη τη χρονιά μπροστά μας να τα λέμε. Καλή μόνο να είναι, καλύτερη!

buzz it!