11/6/16

Κλεμμένες προτομές και ηθικός πανικός

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Ιουν. 2016)


έρμη Μελίνα, δε σ' έκαναν από μπρούντζο...
Από το λεγόμενο «Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων έκλεψαν τις προάλλες τις μπρούντζινες προτομές του Τερζάκη, του Θεοτοκά, του Μπαστιά, του Ουράνη και του Παντελή Χορν.

Δεν κλέβουν και τις άλλες, των τριών τραγικών, μου ’ρθε αυτόματα η ανόσια σκέψη, μαζί κυρίως με τα ψηλά μαρμάρινα βάθρα τους; Λέω γι’ αυτές που έστησε στα κουτουρού, κολλητά στα κάγκελα του Εθνικού Κήπου, επί της Αμαλίας, ο Άρχων Ατσαλάκωτος, μνημειώνοντας, όπως σε πλείστα όσα αγάλματα της εποχής του, την υπερχειλίζουσα μεγαλομανία του: «Επί δημαρχίας Δημ. Α. Αβραμοπούλου», με μεγαλύτερα κατά κανόνα γράμματα από του τιμωμένου, και στην μπροστινή μεριά του αγάλματος, ενώ το όνομα του τιμωμένου το ψάχνεις τις πιο πολλές φορές στο πλάι.

Είναι κάτι χρόνια που άνοιξε η αγορά αυτή, έχουν στηθεί επιχειρήσεις, έχουν συσταθεί ειδικές ομάδες, κλέβουν ό,τι λογής σιδερικό μπορεί να ταΐσει κάποιο παράνομο χυτήριο, ώς και τα πόμολα απ’ τις εξώπορτες και τα καντήλια απ’ τους τάφους στα νεκροταφεία, ναι, τα καντήλια απ’ τους τάφους, το μόνο, με το συμπάθιο, που με συγκινεί προσωπικά, η μάνα, ο πατέρας, ο αδερφός, η αδερφή, ο άντρας ή η γυναίκα, το παιδί κ.ο.κ., που θα φτάσουν στον τάφο του ανθρώπου τους και θα τον βρούνε κατά κάποιον τρόπο συλημένο.

Το παρατράβηξα, μπορεί. Μπορεί όμως κι από αντίδραση στον ηθικό πανικό που ξεσήκωσε η πρόσφατη κλοπή. Κι όχι επειδή δεν με πολυσυγκινούν, ομολογώ, εμένα οι εν λόγω πέντε, που σίγουρα κατέχουν μια θέση στην ιστορία των γραμμάτων μας, όσο με συγκινεί, αίφνης, το αναντίλεκτο μέγεθος του Ελύτη. Που είχε ωστόσο την ατυχία να μνημειωθεί σαν ένα τόσο δα κοντούτσικο ανθρωπάκι στην πλατεία της Δεξαμενής: από σπουδαίο οπωσδήποτε γλύπτη, τον Γιάννη Παππά, που σαν να ξέχασε εδώ τον βασικό κανόνα της τέχνης του, πως όταν κάνεις άγαλμα σε φυσικό μέγεθος, για να φαίνεται ακριβώς φυσικό, το κάνεις μεγαλύτερο (σε ποσοστό που ποικίλλει, ανάλογα με το μέρος όπου θα στηθεί το άγαλμα).[1]

Και τι θα έλεγα τότε, πώς θα ένιωθα, αν κάποια μέρα κλέβαν να πουλήσουν μπιρ παρά και τον Ελύτη «μου»;

Σίγουρα θα πονούσα, αλλά πιο σίγουρα ακόμα δεν θα συντονιζόμουν με τον ηθικό πανικό, που είπα, τον ολοφυρμό για την «κατάντια» μιας εποχής. Που στέκει απαθής μπροστά στην «απαξίωση της αστικής πολιτιστικής κουλτούρας», λέει, καθώς «όσο συμβολικό ρόλο έχει η προτομή ενός λογοτέχνη σε έναν δημόσιο χώρο, ανάλογο –ίσως και μεγαλύτερο– συμβολισμό έχει και η κλοπή της»!

Διαβάζω και δυσκολεύομαι να το πιστέψω! Διαβάζω δύο επιφυλλίδες στο ίδιο φύλλο μεγάλης εφημερίδας, στην ίδια σελίδα, τη μία κάτω απ’ την άλλη –συμπτωματικά, θα πείτε, κάτι όμως λέει η σύμπτωση αυτή, το θέμα που συνήγειρε δύο αρθρογράφους, ενταγμένο στην καταστροφολογία των ημερών, των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, ας μη γελιόμαστε:

Την καταστροφολογία που πιάνει και συνδέει τη «σφαγή», όπως τη χαρακτηρίζει, των πέντε πνευματικών ανδρών με την (κολοβωμένη, άρα παραποιημένη) «άποψη του υπουργού Παιδείας ότι η διδασκαλία των Αρχαίων είναι “παρά φύσιν”», με «τα συνεχή και επαναλαμβανόμενα ορθογραφικά και νοηματικά λάθη στις πρωθυπουργικές αναρτήσεις», κυρίως με την απόπειρα, λέει, «μιας υπό σύσταση νέας αυτοαποκαλούμενης ιντελιγκέντσιας [...] να φέρει τη διανόηση, ως έννοια, στα μέτρα της»! Οπότε, «σε αυτές τις συνθήκες, τι χρειάζεται στ’ αλήθεια ο Τερζάκης;»

Γιατί αυτό ήταν, όπως μας έχει πει απ’ την αρχή η αρθρογράφος (Πέπη Ραγκούση, Τα Νέα 4/6), το «μήνυμα» αυτών που έκλεψαν τις μπρούντζινες προτομές: «Εμείς αυτούς δεν τους χρειαζόμαστε, και καλά θα κάνετε να μην τους χρειάζεστε κι εσείς»!

Χρειαζόμαστε όμως κοινή λογική, αίσθηση αναλογιών, μέτρο, να πάρει η ευχή.

Και έναν νηφάλιο, ζυγισμένο λόγο, όπως είχε αποτυπωθεί δύο μέρες πριν από το νταμπλ των Νέων, στη δική μας εφημερίδα: Αντιγράφω, ξαναδιαβάστε, όσο περισσότερο μπορώ εδώ από την επιφυλλίδα της Μαριάννας Τζιαντζή:

 «Η ζωή συνεχίζεται. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς τις προτομές, που έχουν κάτι κοινό με την ευτυχία ή την ελευθερία, καθώς αντιλαμβανόμαστε και εκτιμούμε την ύπαρξή τους μόνο αφού τις στερηθούμε. Μπορούμε να ζήσουμε ανάμεσα σε γυμνά βάθρα. Ιδίως τα τελευταία χρόνια είδαμε πολλά από όσα θεωρούσαμε ακλόνητα και αμετακίνητα να αποκαθηλώνονται βίαια, κοινοβουλευτικά και νόμιμα –και να μην επανέρχονται.

»Είδαμε εργατικές κατακτήσεις να εξαερώνονται, είδαμε να χάνονται δουλειές, εργοστάσια, κανάλια, εφημερίδες, ξενοδοχεία, υπερκαταστήματα, να εξαφανίζονται σαν τις πέντε ορειχάλκινες κεφαλές του “Πάρκου των Λογοτεχνών”. Στο ίδιο σημείο όπου, πριν από έξι χρόνια, κάποιος άστεγος έσφαξε έναν άλλο άστεγο με αφορμή ένα παγκάκι, μια καλή θέση ύπνου, ενώ οι προτομές θωρούσαν ακίνητες, ανήμπορες να εμποδίσουν το κακό. Περίπου όπως κάνουμε σήμερα κι εμείς».



[1] Από τα αποκαλυπτήρια, το 1997, όπου ήταν κοινό το σχόλιο για το «μπόι» του ποιητή, δεν έτυχε να ξαναπεράσω από τη Δεξαμενή. Κοιτάζω τώρα φωτογραφίες στο γκουγκλ, δεν ξέρω πόσο με γελάει η μνήμη μου, όμως δεν πρέπει να ήταν έτσι το άγαλμα: σαν να διπλασιάστηκε τώρα το βάθρο, που αποτελείται εμφανώς –και πρωτοφανώς, νομίζω– από δύο κομμάτια, όμως η εικόνα του κοντούτσικου ποιητή δεν αλλάζει ουσιαστικά.

buzz it!