2/11/14

Γιώργος Δέρπαπας, ο χοϊκός μεταφυσικός

(Εφημερίδα των συντακτών 1 Νοεμ. 2014, εδώ με προσθήκες)


Γιώργος Δέρπαπας, ο χοϊκός μεταφυσικός

«Αρπαγμένος από το πανί του γερά, πάνω και στην πιο τρικυμισμένη θάλασσα, γλιστράει ολοένα και εισχωρεί σε βασίλεια έξω χρόνου ο Δέρπαπας» έγραφε το 1987 ο Ελύτης για τον κατάλογο μιας έκθεσης του Γιώργου Δέρπαπα. Του ζωγράφου που έφυγε πριν από έναν μήνα από κοντά μας γι’ αυτά τα «βασίλεια έξω χρόνου» οριστικά.

Από κοντά μας; από μακριά μας, θα ’ταν το σωστό. Απόδειξη, μεταξύ άλλων, πως τον αποχαιρετήσαμε με κάτι μονοστηλάκια, μια τόση δα παράγραφο, με προκάτ λόγια που αναπαράχθηκαν από το ίντερνετ. Όπου, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα βρίσκεις για έναν σπουδαίο δημιουργό, που κρατήθηκε έξω από σαλόνια και καλλιτεχνικότητες (κατά το «κοσμικότητες»), αποχή που ούτε η συντεχνία τη συγχωρεί ούτε, ακόμα πιο πολύ, η τέταρτη εξουσία…

Εκεί λοιπόν, στα βασίλεια έξω χρόνου, ανακτά τώρα τη ρώμη του κορμιού του που το κατέβαλε η πάρκινσον, για να ξεχυθεί σε άλλες θάλασσες πια, σ’ ένα αιώνιο σέρφιγκ, το άλλο μεγάλο του πάθος:

«Έφερα το πρώτο σερφ στην Ελλάδα» περηφανευόταν, ο μανιώδης έτσι κι αλλιώς της άθλησης, και το επισημαίνω για να μη δημιουργηθεί η εικόνα κανενός αναχωρητή ομφαλοσκόπου μεταφυσικού, όπως μπορεί να υποβάλλει το έργο του. Αλλά και γιατί ήταν από τα πράγματα που ξένιζαν, για να μην πω σόκαραν, τον 16άρη-17άρη έφηβο, που είχε την κυρίαρχη ιδίως τότε εικόνα του «καταραμένου» (maudit) καλλιτέχνη, που δημιουργεί βουτηγμένος στο αλκοόλ και τον καπνό.

 
Ο πρώτος θησαυρός

Δεκέμβρης του 1969, πρώτη έκθεση του Δέρπαπα στην Ελλάδα (όπου άλλες τρεις έκανε όλες κι όλες, αυτός που ζωγράφιζε ώς το τέλος), έκλεινα τα 17 εγώ, αλλά μικρομέγαλο, είχα ήδη κοντά δυο χρόνια στους δρόμους, μεγαλειώδεις κοπάνες από το σχολείο, άλλοτε με τις θεοπάλαβες «4 μούσες», όπως αυτοαποκαλούνταν οι τέσσερις φίλες συμμαθήτριες, και τότε οτοστόπ, παραλίες, ντόλτσε βίτα, άλλοτε μόνος, και τότε δεν άφηνα έκθεση για έκθεση, εκδήλωση για εκδήλωση, συναυλία για συναυλία… Έκθεση Δέρπαπα λοιπόν, στη Νέα Γκαλερί, πίσω από τον Άγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι τότε, κατέβαινες δυο-τρία σκαλιά νομίζω, όμως ανέβαινες σε ανυποψίαστα ύψη. Ζαλίστηκα, χάθηκα μέσα στον αχανή ζοφώδη κόσμο της υπερρεαλιστικής περιόδου του, όλος ο Ιερώνυμος Μπος σε μία χαλκογραφία του, μου φάνηκε. Με το θράσος της ηλικίας, του τηλεφώνησα, μου έκλεισε ραντεβού στην γκαλερί. Όπου και μου χάρισε μία γκραβούρα!

χωρίς τίτλο, 1964, χαλκογραφία
Με τα πόδια ανεβοκατέβαινα λόγω αδεκαρίας από το πατρικό, ψηλά πίσω απ’ το Γηροκομείο, είχα όμως τώρα έναν τεράστιο θησαυρό! Τον έπιασα με πινέζες στον τοίχο του δωματίου μου, ούτε σκέψη για κορνίζα εννοείται, ώσπου είχα τη φαεινή ιδέα, για να τον προφυλάξω, να τον ντύσω με αυτοκόλλητο διαφανές νάιλον: καταστροφή! Δεν του το είπα, βέβαια, ποτέ. (Ευτυχώς, γλίτωσαν από ανάλογη «προφύλαξη» δύο μικρά του σχέδια, ένα πιο παλιό, της υπερρεαλιστικής περιόδου, με σινική, κι ένας άγγελος με μολύβι, ο γνωστός κι από άλλα έργα του άγγελος που ταξιδεύει στον αέρα· κάτι συμμάζευε, το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε και έκανε να το πετάξει: «Δεν είσαι καλά!» έβγαλα μια φωνή εγώ· «Τι; το θες; κάτσε να σου το σουλουπώσω τότε» είπε· το «σουλούπωσε», το υπέγραψε και μου το ’δωσε, τώρα ταξίδευα εγώ στον αέρα!)

Έπειτα από την γκαλερί, στο ατελιέ του, κάπου στο Παγκράτι, τον παρακολουθούσα που έφτιαχνε μόνος τις κορνίζες του, κι έπειτα, ω, να ζωγραφίζει. Μοναδικό ταξίδι! Η προσγείωση άκουγε στο όνομα Νίκος Καρούζος. Ο οποίος εισέβαλε, με τον αφοσιωμένο του Άκο Δασκαλόπουλο, και καθόταν πίνοντας και καπνίζοντας ασταμάτητα: «Θα πεθάνεις» τον μάλωνε μα και τον πείραζε ο Δέρπαπας· «νά, να σου πει το χέρι ο Γιάννης που ξέρει». Σιγά μην ήξερα εγώ! «Πες του» επέμενε ο Δέρπαπας και μου έκλεινε το μάτι, έπιανα εγώ τα κλασικά, γραμμή ζωής, υγείας κτλ., «πες κι άλλα» με τσίγκλαγε, αυτοσχεδίαζα τότε εγώ, είχε ήδη ενθουσιαστεί έτσι κι αλλιώς ο Καρούζος, που επέμενε, με πραγματική αγωνία: «Θα πεθάνω; πότε θα πεθάνω;» σκηνικό που επαναλαμβανόταν τελετουργικά κάθε φορά… Έφευγε κάποτε ο Καρούζος, συνεχίζαμε εμείς για το σπίτι, ψηλά στην Αριστοξένου, πίσω από το άλσος Παγκρατίου, στον πάνω όροφο το ταρατσάκι, κήπος κρεμαστός, χτιστό πεζούλι, αν θυμάμαι καλά, μια αιώρα, η πανέμορφη ξανθιά Μόνικα, η Γερμανίδα γυναίκα του, σωστό αγγελούδι με χρυσαφένια μαλλιά ο Μιχαλάκης, τον μικρότερο δεν τον θυμάμαι καθόλου, τώρα έμαθα πως έφυγε νωρίς, ένας κόσμος απέραντος και ζεστός, ο Γιώργος να παλεύει με τον Μιχαλάκη, οικογενειακές σκηνές που σίγουρα τις ζήλευα.


Η πατροκτονία

Δεν θυμάμαι πώς χαθήκαμε. Αργότερα, έμενα πια μόνος στο Παγκράτι, πήγα δυο-τρεις φορές στο καινούριο του ατελιέ, όμως κάπου στα πολιτικά, λεπτομέρειες πάλι δεν θυμάμαι, μαλώσαμε: ίσως για τον παλιό, έκθαμβο έφηβο, μεγαλωμένο κάπως τώρα αλλά πάντα οργισμένο, είχε έρθει η ώρα της πατροκτονίας… Πού και πού συναντιόμασταν τυχαία στον δρόμο, έμενε πιο πολύ στη Μύκονο εξάλλου, λέγαμε πως θα τα πούμε, δεν τα λέγαμε. 

Τον ξαναβρήκα έμμεσα, μέσα στα πλήθος δακτυλόγραφα που συγκροτούσαν τον δεύτερο τόμο με τα πεζά του Ελύτη, το Εν λευκώ, τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν είχα τη μεγάλη τύχη να επιμελούμαι τα τελευταία βιβλία του κορυφαίου ποιητή. Ήταν ένα σύντομο, αστραφτερό κείμενο, «Το “σέρφιγκ” του ζωγράφου Δέρπαπα»,  γραμμένο για τον κατάλογο της έκθεσής του στην γκαλερί Τιτάνιουμ, το 1987, που ανέφερα στην αρχή. Χάρηκα που μοιραζόμουν τον θαυμασμό μου για τον Δέρπαπα με έναν Ελύτη, που το θάμβος του 17άρη εφήβου δεχόταν τη μέγιστη επικύρωση από έναν μεγάλο ποιητή. Μου ’κανε εντύπωση πώς δεν το είχα πάρει είδηση το κείμενο αυτό τότε στην έκθεση, δεν θα ’χα δει, φαίνεται, τον κατάλογο. Την έκθεση πάντως τη θυμάμαι ακόμα καλά, όπως και τη μορφή του Γιώργου, και την κουβέντα μας στο πόδι: πρέπει να ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.

έργο του Μιχαήλ Δέρπαπα
Από τότε, τώρα, στη μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου, όπου τον έβλεπα μαζί με τους άλλους επισκέπτες να μας μιλάει μέσα από το «Μονόγραμμα», το θησαυροφυλάκιο των Σγουράκηδων· έξω ολόιδια σχεδόν η Μόνικα, ενώ ο Μιχαλάκης έχει από καιρό γίνει Μιχάλης, Μιχαήλ, σπουδαίος κι αυτός ζωγράφος, από τα ελάχιστα που είδα στο ίντερνετ, μ’ όλο το πλούσιο ταλέντο του πατέρα του, μα σε ολοδικό του δρόμο.

Δεν θέλω να πω άλλα. Η έκθεση συνεχίζεται ώς τον Γενάρη. Τα μίντια δεν θα σας το πουν. Ξέρω τι θα τους λέει από πάνω ο Γιώργος. Μου ’ρχονται γέλια.

χωρίς τίτλο, 1995


ΥΓ. Ψάχνοντας τώρα στο ίντερνετ, έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη του Χρόνη Μπότσογλου (Propaganda, 2 Ιουνίου, πριν δηλαδή από τον θάνατο του Δέρπαπα), ο οποίος κάποια στιγμή αναφέρεται στον ομότεχνό του:

«Κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη είχε γίνει μια συλλογική έκθεση σε μια γκαλερί. Ένα απόγευμα καθόμουν εγώ εκεί και μπαίνει μέσα ένα γεροδεμένος τύπος στο δικό μου μπόι. Περνούσε μπροστά από τα έργα, τα έβλεπε κι επαναλάμβανε τη λέξη “σκατά”. Εκνευρίζομαι κι εγώ και του λέω: “Πολύ μεγάλο κώλο έχεις, ρε παιδί μου”, λογοφέρνουμε και ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω για να πιαστούμε στα χέρια. Και τότε, λίγο πριν το ξύλο, μου λέει: “Το μόνο που αξίζει εδώ μέσα είναι αυτό” και δείχνει ένα δικό μου. Τα βρήκαμε αμέσως. Αυτός λοιπόν ήταν ο Γιώργος Δέρπαπας, με τον οποίο είμαστε πολύ φίλοι».

Υπέροχη φωτογραφία, τρισδιάστατη και με ήχο! Σαν να τον βλέπω και σαν να τον ακούω, έτσι απόλυτο πάντα στην  κρίση του, έτσι ευθύ στη διατύπωσή της: έτσι όμως «κράτησε τη ζωή του», και σίγουρα την τέχνη του.

άγιος Γεώργιος, 1995

buzz it!