4/12/10

α ρεζμά ρεσκού κουνά ναρές… ή τα κουλά και τα λωλά

                  "μία πλήρης συνέχεια, ανωτέρας συλλήψεως"


Όπου με τη νέα μέθοδο συνεκφώνησης (0.20 κ.ε.) ξεκλειδώνονται τα μυστικά του σύμπαντος και αποδεικνύεται περίτρανα για άλλη μια φορά η ελληνική καταγωγή των πάντων! Ούτω πως:

Αν φερειπείν πάρουμε την αρχαία ρήση ΑΡΕΣΜΑΡΕΣΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ, που απαντά, σε κεφαλαιογράμματη φυσικά γραφή, σε πολλές επιτύμβιες στήλες, π.χ. στο σπήλαιο του αρχανθρώπου των Πετραλώνων, στο άνΔρο της Κρήτης, στη Νεκρόπολη της Αιγύπτου, στον Ομφαλό της γης, τους Δελφούς, κ.α., και την ψάλλουμε όπως εν τω βιντέω, έχουμε:

α ρεζμά ρεσκού κουνά ναρές (αλλά και: αρές μαρές κουκού ναρές)

όπου: α= το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, η αρχή του παντός, όπερ έδει δείξαι

ρεζ(μ)ά= το κοινότατο ιρανικό, αφγανικό κτλ. όνομα, από τον περίφημο Σάχη της παλαιάς Περσίας Ρεζά Παχλεβί, ώς το εντεκάχρονο αφγανάκι προσφυγόπουλο Αλί Ρεζά Ρεζάι που εξαφανίστηκε τις προάλλες αλλά, χάρη στη δύναμη του ενδιάθετου ελληνικού ετύμου του ονόματός του, ξαναβρέθηκε, κι ώς την εβραϊκής ιρανοουγγρικής καταγωγής Γαλλίδα θεατρική συγγραφέα Γιασμίν Ρεζά, που τον Θεό της Σφαγής της παίζει σήμερα η Κάτια Δανδουλάκη

(αυτονόητο πως το παρέμβλητο -μ-, μουκανίσματος σημαντικό, αποτελεί άλλη μία, περίτρανη απόδειξη πως, όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, όλοι αυτοί εμουκάνιζαν σαν μοσκάρια)

το ρεσκού είναι ακέραιο σχεδόν το rescue= σώζω, της αγγλικής-που-είναι-ελληνική

το κουνά, τρίτο πρόσωπο βεβαίως του ρ. κουνάω-κουνώ, για το οποίο όμως προτείνω εδώ και την ανάγνωση «κουλά», αν δεχτούμε lapsus calami (δεν ξέρω πώς τη λεν τη σμίλη), ότι μπορεί δηλαδή, στο τέλειωμα του Λ, να ξέφυγε το καλέμι προς τα πάνω και να διαβάζουμε μέχρι σήμερα Ν

με το ακροτελεύτιο πια ρες κλέβουμε εκκλησία, αφού είναι πασίγνωστη η ελληνική ρίζα των λατινικών, όπου res= το πράγμα· άρα ναρές= το δεικτικό νά + ρες, δηλαδή: νά ένα ρες, κατά την άλλη γνωστή αρχαιοελληνική ρήση:

Άννα νά ένα μήλο, Λόλα νά ένα άλλο


ΥΓ. όπου ωστόσο ενδέχεται να υπόκειται ορθογραφικό τώρα σφάλμα, αφού στο Λόλα, ΛΟΛΑ στην κεφαλαιογράμματη, άτονη γραφή, μπορεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν πιθανώς χανόταν η προσωδία (και δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο Σαββόπουλος να ανασκευάσει την πλάνη αυτή), να έχουμε –ο- αντί για το σωστό –ω-, που αποκαθιστά το νόημα:

Λωλά, νά ένα άλλο!

buzz it!