4/6/10

Η πολιτική της μη πολιτικής

[εισήγηση σε προπτυχιακό σεμινάριο στο Πάντειο, με γενικό τίτλο: «Θεωρία και συγκυρία: βία, τρομοκρατία και πόλεμος" (υπεύθ. καθηγ. Στέφανος Πεσμαζόγλου), Απρ.-Μάιος 2010]


Μοιάζει λογοπαικτικός ο τίτλος. Άλλωστε ξέρουμε καλά, και εσείς ειδικά, αυριανοί πολιτικοί επιστήμονες, πως δεν υπάρχει μη πολιτική, δεν υπάρχει τουλάχιστον θέση, άποψη, στάση που να μην ανάγεται αυτομάτως σε πολιτική, να μη μεταφράζεται σε πολιτική.

Αναφέρομαι στο προφανές, ότι ακόμα και η συνειδητά απολιτική στάση, η αποχή από την πολιτική, το «α, εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», προσφιλής κοινός τόπος σε ικανή μερίδα του κόσμου, και όχι μόνο σ’ εμάς εδώ, στην Ελλάδα εννοώ, πολιτική είναι, ιδεολογία εκφράζει, με πολιτικοϊδεολογικούς όρους μεταφράζεται στην κοινωνική πραγματικότητα, στα πολιτικοϊδεολογικά πράγματα μιας χώρας, μιας κοινωνίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Άρα τι μας λες, θα μου πείτε, και θα ’χετε δίκιο. Όμως, αλήθεια δεν ήρθα να σας πουλήσω ένα εύκολο, στο κάτω κάτω, λογοπαίγνιο. Όταν ο καθηγητής σας μου έκανε την τιμητική πρόσκληση να έρθω να τα πούμε σήμερα εδώ, μου πρότεινε να ασχοληθώ με τον λόγο γύρω από τον Δεκέμβρη του 2008. Λόγος γύρω από τον Δεκέμβρη, σκέφτηκα, είναι κυρίως ο αντιρρητικός λόγος, ο λόγος που εναντιώθηκε στον Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη πλέον σαν ταραχές, καταστροφές κτλ., φαινόμενα τα οποία καταδικάστηκαν δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε από όλη την κοινωνία, πάντως από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.

Μ’ αυτή την έννοια, απ’ αυτήν τη σκοπιά, όπου ο Δεκέμβρης έχει χρωματιστεί και ταξινομηθεί πια σαν μήνας εκτεταμένων και ανεξέλεγκτων ταραχών, ανεξάρτητα από την αφορμή και τις αιτίες, έχει νόημα να δούμε το πώς διατυπώθηκε, ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο αντιρρητικός λόγος, για την ακρίβεια τι είδους λόγος ήταν αυτός. Ο οποίος, με την εξωπολιτική, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, δυναμική του, σχεδόν απέκλεισε τον ουσιαστικό αντίλογο, τον ουσιαστικό πολιτικό αντίλογο που θα μπορούσε, που θα έπρεπε να υπάρξει απέναντι στην τυφλή, άλογη βία που ζήσαμε τον μήνα εκείνο.

«Ηθικολογία vs Πολιτική» ήταν η ανταπόκρισή μου στην πρόταση που μου έγινε, ηθοπλαστικός λόγος, απότοκος εξάλλου του ηθικού πανικού που εύλογα προκλήθηκε, ηθοπλαστικός λόγος απέναντι σε πολιτικά, οσοδήποτε καταδικαστέα, πάντως πολιτικά φαινόμενα, ή ακριβέστερα και οπωσδήποτε πολιτικής αφετηρίας φαινόμενα. Αυτός όμως ο ηθοπλαστικός, άρα μη πολιτικός λόγος δεν ήταν ακριβώς ο απολιτικός λόγος, ο «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», «όλοι ίδιοι είναι» κτλ.· ήταν τώρα ο λόγος της εξουσίας, της πνευματικής κυρίως, αφού ο λόγος της επαγγελματικής πολιτικής, των πολιτικών, αντανακλούσε αναπόφευκτα τις θέσεις του εκάστοτε πολιτικού σχηματισμού ή κόμματος.

Μας ενδιαφέρει λοιπόν ο λόγος της πνευματικής εξουσίας, ο λόγος των μίντια, των πνευματικών ανθρώπων κτλ. Ο οποίος όμως λόγος, σαν λόγος εξουσίας, όπως είπα, που εκπορεύεται από διακεκριμένα κέντρα εξουσίας, όσο κι αν εμφανίζεται μη πολιτικός (σ’ αυτό το επίπεδο, των μίντια και των πνευματικών ταγών, όχι απολιτικός πλέον), σίγουρα ασκεί πολιτική, είναι πολιτικών προθέσεων.

Δηλαδή, να το πω αλλιώς, εδώ δεν έχουμε την απολιτική στάση τού «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», που είπαμε ότι αυτομάτως ανάγεται σε πολιτική, αλλά εμπρόθετη πολιτική παρέμβαση, από φύσει ή θέσει πολιτικά πρόσωπα. Τότε, αν συμφωνούμε ώς εδώ, σ’ αυτήν τη στοιχειώδη ανάγνωση των δεδομένων μας, έχουμε άσκηση πολιτικής, νέτα σκέτα. Το γιατί τώρα η πολιτική, μια συγκεκριμένη πολιτική σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, επιλέγει το ένδυμα της μη πολιτικής, ή τι είδους πολιτική ασκείται μέσω της μη πολιτικής, αν δεν προκύπτει σαν αυτονόητο, θα ’πρεπε να μας απασχολήσει ξεχωριστά –και πάντως είναι σαφώς δικής σας αρμοδιότητας, αρμοδιότητας πολιτικών επιστημόνων εννοώ. Για την ώρα ας περιοριστούμε να φωτογραφίσουμε το φαινόμενο και να το επιγράψουμε.

Αλλά ποιος ήταν αυτός ο λόγος, ο αντιρρητικός λόγος, όταν δεν εξαντλήθηκε στην ανασκευή του χαρακτηρισμού λ.χ. «εξέγερση» –ή όταν συνόδευσε αυτή την ανασκευή, ή πάλι θέλησε να τεκμηριώσει αυτή την ανασκευή.

Εδώ ας θυμηθούμε ορισμένους από τους κοινότερους χαρακτηρισμούς:

αμφισβητίες του γλυκού νερού
ανερμάτιστη νεολαία
αντιεξουσιαστές εκ του ασφαλούς
απολίτιστοι
απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας
αρλούμπες
ενοχικοί μεσήλικοι
«επαναστατική» εκσπερμάτωση
επικολυρικό παραλήρημα [« – του προοδευτικού νταλκά»]
καθάρματα*
καθυστερημένοι
καλομαθημένοι χαβαλέδες
κουκουλοφόροι [με συχνή ρητή αναφορά στους κουκουλοφόρους καταδότες της Κατοχής]
κουρσάρικα φερσίματα
κούφια συνθήματα
μαγαρίζω
μηδενιστικός χουλιγκανικός λόγος
μηνύματα της ανομίας
ναζιστικής υφής σύνθημα
νταλκάς περισπούδαστος / προοδευτικός
ξεκαπίστρωτοι νεαροί
ξύλινη γλώσσα
ολοκληρωτικής λογικής σύνθημα
ορδή
ουγκ
όχλος
παθολογικά άτομα [που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία»]
παρανοειδούς υφής άποψη
σαχλαμάρα
σεκλέτια· μεταχουντικά σεκλέτια
στόκοι*
Ταλιμπάν
υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα
φασίστες
φασιστοειδή / παρανοϊκά φασιστοειδή
φραπές· επανάσταση / επαναστάτες τού φραπέ
χουλιγκανοαριστεριστές

Οπωσδήποτε υπάρχουν διάφορα, διακριτά επίπεδα, διαβαθμίσεις, δεν αξίζει να καθυστερήσουμε φτιάχνοντας μια κλίμακα –ο κοινός, πιστεύω, άξονας, αυτό που διατρέχει όλες αυτές τις λέξεις είναι ένας πολύ ειδικός στιγματισμός, μια απαξίωση συχνά ηθικής τάξεως. Ελάχιστοι χαρακτηρισμοί, καταδικαστικοί οπωσδήποτε και αυτοί, διεκδικούν κάποια αυστηρότητα, σοβαρότητα, ας πούμε, ύφους, π.χ. το «ολοκληρωτικής λογικής σύνθημα», το «ναζιστικής υφής σύνθημα» –όχι όμως και η «παρανοειδούς υφής άποψη».

Ενώ στο άλλο άκρο, και με διαφορά, είναι, για τη δική μου αίσθηση, οι «ουγκ», είναι οι «αρλούμπες», οι «στόκοι» κ.ά., ένας ευθέως απαξιωτικός λόγος, που καμία σχέση δεν έχει με πολιτική ορολογία, που αυτόματα, και βίαια, θα πρόσθετα, απολιτικοποιεί, θέλει να απολιτικοποιήσει τα φαινόμενα και τα υποκείμενα στα οποία αναφέρεται.

Στη μέση έχουμε μια αφ’ υψηλού, από καθέδρας διάγνωση, με αξιώσεις ψυχογραφήματος: τα «παθολογικά» άτομα που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία», οι «ενοχικοί μεσήλικοι» με το «επικολυρικό παραλήρημα του προοδευτικού νταλκά τους», «ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος των πνευματικών ανθρώπων [που] είναι [...] ένας σοβαροφανής και περισπούδαστος νταλκάς ανθρώπων που αισθάνονται σε γενικές γραμμές καταπιεσμένοι και σε ακόμη γενικότερες εξεγερμένοι…»

Και μια ψυχοκοινωνιολογίζουσα ειρωνεία, χλεύη, και πάντα απαξίωση: «επαναστάτες του φραπέ», «καλομαθημένοι χαβαλέδες» –και με κοινωνικό στιγματισμό δηλαδή, με έμμεση αναφορά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα απ’ τα οποία, υποτίθεται, προέρχονταν οι ταραξίες: δηλαδή τα βόρεια προάστια, όπως ρητά ειπώθηκε, πολλές φορές, «κατηγορία» που θεωρητικά ανατρέπει, υποτίθεται, αυτομάτως το χαρακτηρισμό της «εξέγερσης»: προσέξτε, λέει, η λογική αυτή, έχουμε να κάνουμε με «αστόπαιδα», που «βάζουν φωτιά στους σκουπιδοτενεκέδες της υπερκατανάλωσης έχοντας στην κωλότσεπή τους τρεις καταναλωτικές κάρτες»: το μήνυμα κραυγάζει: τι σχέση έχουν τα μαμόθρεφτα με εξεγέρσεις· μόνο της γης οι κολασμένοι εξεγείρονται, και κολασμένοι της γης είναι μόνο οι εργάτες, αγρότες κτλ., οι προλετάριοι του περασμένου αιώνα –και της περασμένης πολιτικής σκέψης και εργαλειοποίησης, θα πρόσθετα εγώ.

Ας δούμε όμως ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όλα, πρέπει να το τονίσω, από προοδευτικά έως αριστερά έντυπα και γραφίδες· υπογραμμίζω όρους και εκφράσεις κυρίως απαξιωτικές, που μας μεταφέρουν αμέσως από το πολιτικό πεδίο στο ηθικολογικό:

«Ο Τσίπρας στην παιδική χαρά της βίας» είναι ο ενδεικτικός τίτλος ενός κειμένου. Και μερικές φράσεις του:

– «Πολύς κόσμος σχολίαζε, χθες, πόσο νηπιώδης είναι η πολιτική σκέψη του πολιτικού ηγέτη (τρομάρα του!) της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς»·

– «τα τακτοποιημένα τσιτάτα του μπορούν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη θρυαλλίδα του μίσους και της καταστροφής, που πολλοί καθυστερημένοι, πολλοί ουγκ (ο όρος είναι πολιτικός και να μη διστάζουμε να τον χρησιμοποιούμε) ετοιμάζονται να ανάψουν, με δικαιολογία το φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και τη, δήθεν, εξέγερση των απελπισμένων που, πάλι δήθεν, δεν ολοκληρώθηκε πέρυσι (διότι εμφανώς τη νίκησε η βαρυστομαχιά των Χριστουγέννων)»·

– «Επί τροχάδην, ορισμένες μόνο χτυπητές αρλούμπες του χθεσινού κειμένου του Αλέξη Τσίπρα»·

– «Όταν ο κ. Τσίπρας επικαλείται την «αντίσταση» των «εξεγερμένων» έναντι τίνων ακριβώς εννοεί την αντίσταση; Και, επιτέλους, πείτε μας, γιατί έχουμε και δουλειές να προγραμματίσουμε, πότε αυτή η αντίσταση θα τελειώσει; Τα Χριστούγεννα της ορθοδοξίας;»·

– «Θα αναρωτηθείτε γιατί κάνω τόσο κόπο. Γιατί διαλέγομαι με έναν άνθρωπο [σ.σ. όπως ο κ. Τσίπρας]; Για να υπάρχουν τεκμήρια, μετά τις απόπειρες ορισμένων παραγόντων της δημόσιας ζωής (τρομάρα τους) να τροφοδοτήσουν με βία κι αυτό το Δεκέμβριο, ενδεχομένως και μετά τις απόπειρες βίαιης εκτροπής και των όποιων συνεπειών της, ότι δεν έχει συλλήβδην παραδοθεί ο δημόσιος λόγος στους καθυστερημένους, στους ουγκ, που επικαλούνται μεγάλες ιδέες…»

Άλλο κείμενο, ψύχραιμο αυτό, έχει τίτλο: «Τα νούμερα του Δεκέμβρη»: όχι, δεν έχει στοιχεία και αριθμούς, «νούμερα» και άλλα στατιστικά στοιχεία γύρω από τον Δεκέμβρη· χαρακτηρίζει απλώς διάφορους σχολιαστές των ημερών.

Ακόμα: «σε αυτά τα στερεότυπα προστέθηκε βεβαίως η σαχλαμάρα των διαφόρων “επώνυμων”, κατά κανόνα “μιντιάδων”, που “αυτοκριτικά” οίκτιραν τους εαυτούς τους γιατί “βολεύτηκαν”, γιατί “πρόδωσαν την επανάσταση”, ετσετερά, ετσετερά».

Στο πρώτο ιδίως κείμενο, πρώτο μέλημα, θαρρείς, να υποβιβαστεί ο αντίπαλος-φυσικό πρόσωπο, ή ο αντίπαλος λόγος: «ο Αλέξης στην παιδική χαρά της βίας» («ο μικρός Αλέξης», σε πιο πρόσφατο κείμενο του ίδιου συντάκτη) σημαίνει το εξής τραγικό στις συνέπειές του γεγονός, πως είμαστε ακόμα στην παιδική χαρά της πολιτικής σκέψης, του πολιτικού στοχασμού –και άρα σχεδιασμού.

Στην παιδική χαρά της πολιτικής σκέψης; Μπα, στο κατηχητικό, ή στο σαλόνι με τη Ρωσίδα αριστοκράτισσα στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη που αφηγείται τον ερχομό των μπολσεβίκων («τοκ τοκ, τοκ τοκ! Qu’est-ce que c’est que ça? Qu’est-ce que c’est que ça? Ce sont les bolcheviques qui arrivent»).

Το λέω αυτό, κι εσείς δικαίως θα μου πείτε ότι υιοθετώ τον απαξιωτικό λόγο τον οποίο ακριβώς κατακρίνω. Εν πάση περιπτώσει, ιδού ένας καθωσπρεπίστικος, σκανδαλισμένος λόγος, που ηθικολογεί μ’ έναν κραυγαλέα αναχρονιστικό τρόπο:

«Το σύνθημα, ολοκληρωτικής λογικής, “μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι” είχε την τιμητική του»: είναι εντυπωσιακή η έκπληξη και ο σκανδαλισμός, για ένα σύνθημα παλιό εξάλλου· άλλο:

«ως κύριο σύμβολο της κρατικής επιβουλής ορίζονται οι αστυνομικοί –ή “μπάτσοι”, στο υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα που πλέον υιοθετεί και η τελευταία καθωσπρέπει μεγαλοαστή–, που τα μεταχουντικά σεκλέτια κάποιων φαντασιώνουν ως αιμοχαρείς υπανθρώπους».
Και ό,τι πιο άτοπο μπορώ να φανταστώ, η πλέον ακραία πολιτική ευπρέπεια σαν όργανο μελέτης μιας διαδήλωσης, ενός συνθήματος κτλ.:

«Ένα κοινό μοτίβο πολλών εκφράσεων αυτής της κουλτούρας [του Δεκέμβρη] είναι το τυφλό μίσος προς την αστυνομία. Οι αστυνομικοί παρουσιάζονται ως βασικός στόχος αρχικά της οργής αλλά κατόπιν της χλεύης και, τέλος, του βίαιου ξεσπάσματος των διαμαρτυριών. Το σύνθημα “Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”, αναλύεται σε τυφλό μίσος προς όλους τους αστυνομικούς. Για τη ρητορική “της εξέγερσης”, δεν υπάρχει εξατομικευμένη ευθύνη. Δεν ευθύνεται ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου (για τον οποίο, ασφαλώς, η μαζική διαμαρτυρία δεν προβλέπει κανένα “τεκμήριο αθωότητας”), ευθύνονται συλλήβδην “οι μπάτσοι”. Είναι οι ένστολοι του αντίπαλου στρατοπέδου, αυτοί που πρέπει να πολεμηθούν. Για να πέσει το σύστημα; Για το μπάχαλο, την αποδιάρθρωση, το χάος. Άλλωστε, οι “μπάτσοι” συμβολίζουν τους μηχανισμούς του κράτους – και η πραγματική ιδεολογία “της εξέγερσης” αποστρέφεται το κράτος, θέλει τη διάλυσή του. Συνεπώς; Συνεπώς, για τη ρητορική του μηδενιστικού χουλιγκανισμού που συχνά αποθεώνει η κουλτούρα του Δεκέμβρη, “μπάτσοι” είναι “το μόνο επάγγελμα που μας ζαλίζει με τα εργατικά ατυχήματά του”».

Το να κρίνεις, ξαναλέω, μια διαδήλωση με τα συνθήματά της σαν να πρόκειται για πανεπιστημιακή διατριβή, μελέτη, ένορκη κατάθεση στο δικαστήριο κτλ. μόνο αθώο δεν μπορεί να είναι –για να ηθικολογήσω άλλη μια φορά και εγώ. Χρειάζεται άλλη εικονογράφηση; Φανταστείτε τη μητέρα ενός νεκρού που κηδεύει το σκοτωμένο της παιδί και καταριέται το δολοφόνο του να εγκαλείται ότι παραγνωρίζει το τεκμήριο αθωότητάς του.

Όροι ευπρέπειας και κοσμιότητας επιστρατεύτηκαν για να αντιμετωπίσουν άλλες εναλλακτικές ακτιβιστικές ενέργειες, όπως η διακοπή θεατρικών παραστάσεων, το λέρωμα των τοίχων του Εθνικού Θεάτρου κτλ. Αποκορύφωμα, η κατάληψη στην ΕΡΤ και η διακοπή του δελτίου ειδήσεων. Αλλά εδώ πια η αμετροέπεια μόνο τανκς αντιεξουσιαστών δεν είδε να ρίχνουν την πύλη της ΕΡΤ. Θυμίζω τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο, τον κ. Αντώναρο, που μίλησε για «συνειδητή απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας»! «Οδηγούμαστε στην πλήρη αποσάθρωση και στα όρια μιας άναρχης κοινωνίας» συμπλήρωσε η κυβερνητική ΠΟΣΠΕΡΤ. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο πρόεδρος της ΕΡΤ, με τηλεοπτικό διάγγελμά του!

Αυτό όμως ήταν δίκοπο μαχαίρι. Ο αντιρρητικός λόγος, εξωθημένος στα άκρα, γελοιοποιημένος, αν θέλετε, στο στόμα του κυβερνητικού εκπροσώπου, δεν μπορούσε να έχει συνέχεια προς αυτή την κατεύθυνση. Η μόνη ασφαλής και αποτελεσματική οδός ήταν η παλιά, δοκιμασμένη συνταγή, η απαξίωση και ο ηθικός στιγματισμός. Έτσι συνέχισαν και τότε και αργότερα, π.χ. στην άτυπη επέτειο τον φετινό Δεκέμβρη, όσοι διανοούμενοι, μίντια κτλ. είχαν επιλέξει εξαρχής τη μέθοδο αυτή.

Γιατί, απλούστατα, θα έλεγα τώρα, η μέθοδος αυτή, και ειδικά ο ηθοπλαστικός λόγος, ο λαϊκίστικος ουσιαστικά λόγος, στοχεύει αμεσότερα στο κοινωνικό σώμα, πρώτα το ενοχοποιεί (βλ. κυρίως την περίπτωση με τη 17Ν· θα αναφερθώ σχετικά παρακάτω), και έτσι το εξουδετερώνει, το ακινητοποιεί απ’ τη μια, το συναγείρει από μιαν άλλη και το εναντιώνει σε τυχόν διεκδικήσεις και δράσεις που γίνονται με ανορθόδοξο τρόπο –πόσο μάλλον με βίαιο τρόπο, όπως ήταν οι ταραχές του Δεκέμβρη, και πολύ περισσότερο τώρα, με τα τραγικά γεγονότα στη Μαρφίν.

Εν ολίγοις: έχουμε να κάνουμε με έναν λόγο που απαξιώνει, που στιγματίζει ηθικά-κοινωνικά, που αποβάλλει από το κοινωνικό σώμα, που περιθωριοποιεί, γκετοποιεί –εξωθεί σε γκετοποίηση, για την ακρίβεια.

Όμως η απαξίωση και η γκετοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή. Ναι, έτσι φτάνουμε σε Μαρφίν –δε χρειάζεται αλίμονο φαντασία ούτε προφητική ικανότητα για να προβλέψει κανείς ανάλογα τραγικά συμβάντα.

Ποιο είναι τότε το ζητούμενο. Ένα, και δεν υπάρχει άλλο. Πολιτική απέναντι στην πολιτική.

Είναι πάγια όμως η πολιτική της μη πολιτικής. Δεν θα πω το απλοϊκό «επειδή η πολιτική θέλει κότσια» (που είναι αλήθεια· εννοώ θέλει άλλου είδους σκέψη και προπαντός δουλειά πολλή), αλλά επειδή η πολιτική αποκλείει καταρχήν τον λαϊκισμό, δεν σηκώνει εν πάση περιπτώσει λαϊκισμό, το προσφιλέστερο όμως μέσο απεύθυνσης της εξουσίας (και προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική εξουσία) στον κόσμο, τον λαό, το αποτελεσματικότερο μέσο σύνδεσης της εξουσίας με τον λαό –και παραπέρα εδραίωσής της.

Για να μείνουμε στο πρόσφατο παρελθόν, του οποίου έχουμε όλοι εδώ μέσα εποπτεία:

Υπενθυμίζω την περίπτωση της 17Ν, τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε μετά τη σύλληψη των μελών της και κατά τη διάρκεια κυρίως της δίκης. Τη μάχη που δόθηκε να μη χαρακτηριστεί πολιτική –η οργάνωση και συνεπώς και η δίκη. Φυσικά, η δίκη υπήρξε εξόχως πολιτική: αναπόφευκτο, αφού είχε εξ ορισμού και αναπόφευκτα πολιτικούς στόχους και πολιτικά κίνητρα. Απ’ την άλλη, όπως έχω ξαναγράψει, ακόμα και η προσπάθεια να θεωρηθεί μη πολιτική μια οργάνωση που αυτοπροσδιορίζεται σαν πολιτική, και μάλιστα αριστερή, απαιτεί πρωτίστως πολιτικό λόγο, συνιστά αυτομάτως πολιτική διαδικασία, πολιτική πράξη.

Ανάλογα πολιτικοί ήταν οι στόχοι και τα κίνητρα της εκτός δικαστηρίου δίκης, της «δίκης» που σκηνοθετήθηκε στα περισσότερα τηλεπαράθυρα· όπου, πίσω από την εκστρατεία απαξίωσης των κατηγορουμένων, άλλοτε λάνθανε και άλλοτε διεξαγόταν ρητά η δίκη γενικότερα της αριστεράς.

Σ’ αυτό το επίπεδο, και προκειμένου να κλείσει εντέλει το ενοχλητικό θέμα της τρομοκρατίας και η ακόμα ενοχλητικότερη συζήτηση για την τρομοκρατία, περίσσεψε η ηθικολογία και η κατατρομοκράτηση της κοινωνίας, που ενοχοποιήθηκε ότι αντιμετώπισε με συμπάθεια τη δράση της 17Ν ή ότι υπήρξε κατά κάποιον τρόπο συνεργός, αφού, ακόμα και αν διαφωνούσε, δεν κατέδωσε κτλ. Κάθε έννοια δικαιικού πολιτισμού είχε διασυρθεί από τηλεεισαγγελείς και άλλους, κατά τεκμήριο σοβαρούς παράγοντες της δημόσιας ζωής.

Χάθηκε έτσι μια μοναδική ευκαιρία να τεθεί στις σωστές του βάσεις και έτσι να αντιμετωπιστεί το μείζον θέμα της τρομοκρατίας. Να αντιμετωπιστεί εννοώ πολιτικά, ιδεολογικά –αλλιώς δεν έχουμε αντιμετώπιση, ξόρκια έχουμε απλώς και ξεματιάσματα. Το ίδιο και τώρα, τον Δεκέμβρη του 2008, αλλά και τώρα τώρα, στη Μαρφίν, που η τυφλή βία έδωσε τρεις νεκρούς.

Όμως η αντιμετώπιση της βίας απαιτεί κατανόηση των αιτίων της. Και εμείς την κατανόηση την ποινικοποιήσαμε. Η κατανόηση θεωρήθηκε, θεωρείται, αποδοχή, συμφωνία, υιοθέτηση. Και εδώ κατατείνει η πρόκληση ηθικού πανικού, στην κατατρομοκράτηση ξαναλέω της κοινωνίας, ασφαλή δρόμο για την παθητικοποίησή της βεβαίως. Επείγει λοιπόν να κατανοήσουμε· άντε, ας αλλάξω το ρήμα: να εξηγήσουμε. Για να μπορέσουμε να ιδρύσουμε διάλογο, ή και πόλεμο, αναλόγως, με αυτούς τους πρεσβευτές της βίας.

Αλλά ο διάλογος, ή ο πόλεμος, πόλεμος ιδεολογικός εννοώ, και τότε αμείλικτος, σημαίνει πως αναγνωρίζω –όχι αποδέχομαι, επαναλαμβάνω και το τονίζω, αλλά αναγνωρίζω τον άλλο σαν συνομιλητή, αντίπαλο, εχθρό. Και αναγνωρίζω σημαίνει ακούω αυτό που μου λέει, για να μπορέσω έπειτα να το αντικρούσω. Και το ακούω καταρχήν σαν αυτό που θέλει εκείνος, με όποιον τρόπο και αν το εκφράζει, και όχι σαν αυτό που θέλουμε εμείς και τα στερεοτυπικά ανακλαστικά μας, με τα «εμείς κάποτε…», «η Αριστερά τότε…», «οι εξεγερμένοι εκεί…»

Γιατί, μόνο αν τον αναγνωρίσουμε, που σημαίνει, ξαναλέω με άλλα λόγια, μόνο αν μετακινηθούμε από τα προκατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματά μας, μόνο τότε μπορεί να υπάρξει διάλογος, αντιπαράθεση, πολεμική.

Πολεμική όμως με πολιτικούς όρους, όχι αστυνομικούς και ηθικολογικούς.

Και οι χαρακτηρισμοί «ουγκ» και «στόκοι» δεν είναι πολιτικό επιχείρημα, δεν είναι ιδεολογικός λόγος, είναι εξουσιαστικός βεβαίως λόγος –αν είναι καν λόγος– στην πιο λαϊκίστικη εκδοχή του. Και είναι φυσικά λεκτική βία. Η οποία λεκτική βία, σ’ ένα άλλο επίπεδο, συμπληρώνεται από την υλική βία των δυνάμεων καταστολής. Μην περιμένουμε άλλη απάντηση στη βία, και ειδικά τη λεκτική βία, γιατί αυτή ιδεολογικοποιεί, αυτή περιθωριοποιεί, στιγματίζει και γκετοποιεί· μην περιμένουμε λέω άλλη απάντηση στη βία από βία.

Αλλά τώρα ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση ελέγχονται, πιστεύω, για αυτό το οποίο αποκαλούμε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Και διάρρηξη του κοινωνικού ιστού σημαίνει – ή παράγει, προάγει, δημιουργεί εξυπαρχής αντικοινωνικότητα, και από κει και πέρα την υποδαυλίζει.

Και μόνο σε αντικοινωνικότητα μπορεί να οφείλεται η προχτεσινή εγκληματική ενέργεια στη Μαρφίν.

Όμως έτσι, πάμε γι’ άλλα, φοβάμαι.


* Οι χαρακτηρισμοί "στόκοι" και "καθάρματα" είναι από άρθρο μετά τη Μαρφίν: «Επειδή μεταξύ των διαδηλωτών έτυχε να υπάρχουν και οι γνωστοί στόκοι, που µισούν τις τράπεζες ή τις θεωρούν υπεύθυνες για ό,τι κακό µας συµβαίνει. Επειδή μεταξύ των στόκων έτυχε να υπάρχουν και µερικά καθάρµατα που κουβαλούσαν βόµβες µολότοφ, τις οποίες πέταξαν στο υποκατάστηµα της τράπεζας που µισούσαν». Κι όμως, περισσότερο κι από τους χαρακτηρισμούς αυτούς, η ειρωνεία εκφράζεται στην έκφραση: «που μισούν τις τράπεζες» και μεγαλύνεται με την επανάληψη: «της τράπεζας που µισούσαν»!

buzz it!