20/3/10

Stage, στέιτζ και σταζ

Τα Νέα, 20 Μαρτίου 2010

Στέιτζ ή σταζ; πόσο χρόνο, φαιά ουσία και μελάνι θα είχαμε γλιτώσει αν το περίφημο stage το γράφαμε εξαρχής στα ελληνικά, σταζ!

Ομπάμα, Τζεφ Μπρίτζες, Τεόντοσιτς, Κούντερα, Σισσέ, όλες οι εφημερίδες βρίθουν από ξένα ονόματα ελληνικά γραμμένα· γιατί τάχα αλλάζει η κατάσταση μόλις περνάμε σε περιοδικά και βιβλία;

το πλήρες κείμενο:

Σκεφτήκατε ποτέ τι θα ’χαμε γλιτώσει από χρόνο και φαιά ουσία, από μελάνι και χαρτί, αν είχε γραφτεί από μιας αρχής στα ελληνικά, ή και στα ελληνικά, αυτό το άτιμο το stage;

Όλοι θυμόμαστε το θέμα, μόλις χτες ήταν η συζήτηση αν η σωστή προφορά είναι στέιτζ ή σταζ. Θεωρητικά το πρόβλημα λύθηκε, αφού υπήρξαν, έστω καθυστερημένα, εξηγήσεις: πως γαλλική είναι η λέξη stage, για το «πρόγραμμα απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας», κι απλώς έχει την ίδια όψη με το αγγλικό stage, που είναι απλούστατα η σκηνή του θεάτρου. Σταζ λοιπόν η λέξη της εποχής, για κάτι παλαιότατο, που ήταν η γνωστή πρακτική εξάσκηση, των δικηγόρων λ.χ., ή φοιτητών σε θερινά κυρίως προγράμματα σε γραφεία και εταιρείες κτλ.

Όμως η καινούρια πραγματικότητα της προσωρινής εργασίας σε ευρύτερη κλίμακα έβγαλε παραέξω τον ξενικό όρο, που διαβάστηκε με τη γλώσσα της εποχής, δηλαδή τα αγγλικά, άρα στέιτζ. Και αυτό το ψευδοαγγλικό στέιτζ έφτασε και να δώσει παράγωγο: τους «στέιτζερς», αφού δεν πρόλαβε καν να εμφανιστεί το ορθό γαλλικό σταζιέρ (stagiaire). Κάποια στιγμή ακούστηκε, όπως είπα, το σωστό, όμως πιο συχνά σημειώθηκε ειρωνική αντίδραση για τη γαλλομάθεια των λιγοστών που πρόφεραν το σωστό, παρά που μπήκανε τα πράγματα στη θέση τους· και τόνισα το πρόφεραν, αφού στον πάντα κυρίαρχο γραπτό λόγο πάντα κυρίαρχο, αποκλειστικό, έστεκε το stage.

Έφυγε απ’ την επικαιρότητα το θέμα και είναι αμφίβολο αν έμεινε τίποτα παραπάνω από σύγχυση και αβεβαιότητα: δεν είναι παράδοξο αυτό, έτσι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, στο τέλος συχνά ακούγεται η «ξανθιά» ερώτηση του ανεκδότου, ποιο είναι εντέλει το σωστό, Ιράκ ή Ιράν;

Όσο λοιπόν γινόταν η συζήτηση αυτή, εμένα ο νους μου κολλημένος στα δικά μου, πόσο αποτελεσματικό θα ήταν το ιδεώδες, να γράφαμε δηλαδή με ελληνικά στοιχεία τις ξένες λέξεις που υποδεχόμαστε στη γλώσσα μας. Βέβαια το σταζ είναι από μιαν άποψη ακραία περίπτωση, είναι σχετικά καινούρια λέξη, που δεν έχει ακόμα τριφτεί με τη χρήση κτλ. Όμως ξέρουμε κι απ’ τις άλλες περιπτώσεις, με λέξεις προ πολλού εγκλιματισμένες, και επιπλέον σε ευρύτατη χρήση, λέξεις που προ πολλού γράφονταν στα ελληνικά και τώρα ξαναφορούν το αρχικό, ξένο τους ρούχο: stress, mini, goal! Παραπέρα: λέξεις επίσης υιοθετημένες, όπως το χτεσινό ίντερνετ, που σχημάτισε όμως ήδη παράγωγο το ιντερνετικός, και τώρα μέσα απ’ τη νωπή ούτως ή άλλως ξενική γραφή του: internet, εμφανίζει το ήδη νόμιμο παράγωγο σαν internet-ικός!

Και καλά, έστω ότι εξασφαλίζεται απολύτως το ιντερνετικός· αλλά σταζ; Ναι, δεν μπορώ να πω πως δεν με ξενίζει κι εμένα που το γράφω, καθώς το γράφω, και πολύ περισσότερο όταν το βλέπω πια γραμμένο, κι ας είναι απ’ το ίδιο μου το χέρι. Ας τ’ αφήσουμε για την ώρα, και το σταζ και τα ίντερνετ-ιντερνετικός, αφού εξάλλου γι’ αυτά έχουμε ήδη δοκιμασμένη την ελληνική απόδοση διαδίκτυο-διαδικτυακός.

Πάμε στο παλιό, γνώριμό μας και από εδώ, θέμα της γραφής των ξένων κυρίων ονομάτων, όπου το τοπίο θα έπρεπε να είναι πιο ξεκαθαρισμένο. Εδώ είτε ευρείας χρήσης είτε όχι, το όνομα δεν αλλάζει, δεν μεταφράζεται, δεν εξελληνίζεται, όπως π.χ. κάναμε παλιά Σακεσπήρο τον Σαίξπηρ, ή απλώς Ρακίνα τον Ρασίν, είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε με πάμπολλα ονόματα, με άπειρους ξένους, πολιτικούς, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, συγγραφείς, μπασκετμπολίστες.

Ξεφυλλίστε μια εφημερίδα, Ομπάμα, Μάρκες, Τεόντοσιτς, Σαρκοζί, Γιούσενκο, Σισσέ, Τζεφ Μπρίτζες, Μπέκαμ, Νικόλ Κίντμαν, Κούντερα, όλες οι ειδησεογραφικές σελίδες, από εξωτερική πολιτική έως –ιδιαίτατα– τα αθλητικά, βρίθουν από ξένα ονόματα ελληνικά γραμμένα. Τα πράγματα αλλάζουν ελαφρώς σε ειδικές στήλες, επιφυλλίδες, δοκιμιακού τύπου άρθρα και αναλύσεις, και πάλι όχι στα πολιτικά και τα αθλητικά όσο στα καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά. Κακά τα ψέματα, όσο περνάμε σε στενότερους χώρους, κλείνει το πεδίο, το ακροατήριο, η γλώσσα. Έτσι, όταν πια βγούμε απ’ τις εφημερίδες και πάμε σε περιοδικά, ακόμα και στα περιοδικά που συνοδεύουν τις κυριακάτικες εφημερίδες, βιβλία, μελέτες, ανθεί ο λατινόγραπτος λόγος. Τώρα ο Ομπάμα θα γίνει Obama, και ο Μάρκες, Marquez.

Αλλά αν ο Obama είναι αυτομάτως αναγνωρίσιμος, τι γίνεται με λιγότερο γνωστά ονόματα, ή με καινούρια ονόματα; Πώς μεταδίδεται δηλαδή η γνώση, η απλή πληροφορία;

Je me mouille

Έχω ξαναγράψει εδώ για το θέμα αυτό εκτενώς, πάνε έντεκα χρόνια τώρα, έχω επανέλθει περιστασιακά, αναγνωρίζω πάντως ότι ο αντίλογος είναι ισχυρός, ο διανοούμενος κυρίως, ο επιστήμονας, ο μελετητής θα ’θελε να ταυτίζει αμέσως και άμεσα το γνωστό του πρόσωπο, ή να μάθει και να πάει να βρει το καινούριο και άγνωστό του, να αναγνωρίσει αμέσως και άμεσα τον Durkheim, και να μην περιπλανηθεί ανάμεσα στον Ντυρκέμ και τον Ντιρκέμ, και κυρίως να αναζητήσει βιβλιογραφία κτλ., ξέροντας ακριβώς το όνομα-εικόνα Durkheim. Όμως εγώ θεωρώ ότι προέχει το στοιχειώδες δικαίωμα του μέσου αναγνώστη να μπορεί καταρχήν να διαβάσει το καινούριο όνομα, και να διαβάσει Ντυρκέμ ή Ντιρκέμ, και όχι να αρχίσει τα μαντέματα: «Ντέρκχημ», «Ντουρκέμ», «Ντουρκχάιμ» κτλ.

Δεν είναι από τα ευκολότερα το όνομα του Durkheim, υπάρχουν όμως και δυσκολότερα, του Huyssmans, του Maugham, του Hue. Απ’ την άλλη, υπάρχουν και άλλα, πολλά, εύκολα, ευκολότατα. Όπου παραταύτα τα βρίσκει σκούρα όχι μόνο ο μέσος αναγνώστης, αλλά και ο ειδικός.

Και πάντως το «Ντουρκχάιμ» δεν είναι κατασκευή για τη συζήτησή μας: έχει υπάρξει σαν λάθος, μεμονωμένο ίσως, εύγλωττο όμως για το θέμα που μας απασχολεί. Και δεν παύω να συναντώ σαν «Νταριούς Μιλώ» τον Γάλλο συνθέτη του 20ού αιώνα Νταριούς Μιγιώ (Milhaud), σε σοβαρές συχνά πηγές. Το ’χω ξαναχρησιμοποιήσει το παράδειγμα αυτό, κοιτάζω τώρα στο ίντερνετ, στο Google, πλήθος τα «Μιλώ» ή «Μιλό».

Εμ, ούτε το Milhaud είναι εύκολο όνομα· ίσα ίσα, σπανιότατο είναι, και το ίδιο το όνομα και αυτό το -ilh-. Χαρακτηριστικά, κατά μαρτυρία του μουσικολόγου Γιώργου Λεωτσάκου, ο συνθέτης Γιώργος Σισιλιάνος συνάντησε κάποτε τον Μιγιώ και τον ρώτησε πώς προφέρεται το όνομά του· κι εκείνος απάντησε εμφατικά: «Je me mouille», που σημαίνει βρέχομαι, μουσκεύομαι, από το ρήμα mouiller (μουγιέ), προφανώς για να υποδείξει την προφορά με -γ.

Ώστε «Ντουρκχάιμ», «Μιλώ», αλλά και «Ντεσκάρτ» για τον πασίγνωστο Ντεκάρτ, τον Καρτέσιο –πόσο εύκολο λοιπόν να τα κάνει κανείς μούσκεμα. Και όχι μόνο, επαναλαμβάνω, ο μέσος αναγνώστης. Και διόλου πια με τον Ντυρκέμ και τον Μιγιώ. Αλλά με απλά, και πολλές φορές ήδη γνωστά ονόματα.

Θα συνεχίσουμε.

buzz it!