16/4/08

Αμάν! η αντανακλαζομένη;

Τα Νέα, 18 Μαρτίου 2006


Οι τόνοι και τα πνεύματα είναι σαν σημαδάκια πάνω σε παλιά φωτογραφία, να μας θυμίσουν τον Δημήτρη και τον Νίκο· όχι μόνο δεν είναι, φυσικά, ο Δημήτρης και ο Νίκος, ή η εποχή τους, αλλά δεν ανήκουν καν στην ίδια τη φωτογραφία


Τι ακριβώς ήταν το πολυτονικό σύστημα, αυτό το σύστημα που η χρήση του γενικεύτηκε μόλις τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ., προχωρημένο δηλαδή Μεσαίωνα, και λίγη σχέση έχει συνεπώς με την ιστορική ορθογραφία; Έχει όμως καν με την ορθογραφία;

διαβάστε τη συνέχεια...

Ορθογραφία είναι η «ορθή» γραφή των λέξεων, έννοια που αρχικά ταυτίζεται ή θα έπρεπε να ταυτίζεται απλώς με τη γραφή. Και γραφή είναι η αποτύπωση με ειδικά σημάδια, τα γράμματα, των φθόγγων που προφέρουμε όταν μιλάμε. Τα γράμματα δηλαδή αντιπροσωπεύουν αυτομάτως μια απολύτως συγκεκριμένη αξία το καθένα. Αυτά, οπωσδήποτε στα πρώτα στάδια της ελληνικής γλώσσας, όταν κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε έναν φθόγγο, όταν δηλαδή γραφόταν ό,τι ακριβώς εκφωνούνταν, άρα η ορθογραφία ήταν αυτό που λέμε σήμερα φωνητική (βλ. και περασμένη επιφυλλίδα).

Με την εξέλιξη της γλώσσας η γραπτή εικόνα της λέξης φτάνει συχνότατα να έχει ελάχιστη ή και καμία σχέση με την εκφωνούμενη πραγματικότητα: «ουδέν γράμμα συνδέεται μεθ’ ωρισμένου φθόγγου διά πραγματικής τινος σχέσεως» έγραφε κατηγορηματικά ο Γ. Ν. Χατζιδάκις (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1, 1905, 204 –και εδώ θα έπρεπε να τελειώνει η σύγχυση γραφής και γλώσσας, και κατ’ επέκταση ο φετιχισμός της ορθογραφίας). Και ο γλαφυρότατος Β. Δ. Φόρης: «γράφουμε εμείς συγκεντρωτισμός και προφέρουμε σιν-γκ-εν-ντροτιζμός, γράφουν οι Γάλλοι oiseau και προφέρουν wazó (όπου κανένα γράμμα δεν αντιστοιχεί σε κανέναν από τους φθόγγους που εκφωνούνται), κι αν πείτε και για τους Άγγλους, αυτοί, όπως διεθνώς τους πειράζουν, γράφουν Μάντσεστερ και προφέρουν Λίβερπουλ» (Καθημερινή 31.10.1980).

Αυτή όμως η ατελής εικόνα εύλογα διατηρείται, έστω για πρακτικούς λόγους. Έτσι έφτασε η ορθογραφία να είναι κάτι αυστηρότερα ειδικό, να αποκτά δηλαδή συγκεκριμένο νόημα η έννοια ορθή γραφή, με βάση πια, καταρχήν και κατά το δυνατόν, την ετυμολογία μιας λέξης. Έτσι μιλούμε πλέον για ιστορική ορθογραφία, έτσι ακριβώς διατηρούμε και τα πολλαπλά [i] (ι, η, υ, ει, οι, υι), [o] (ο, ω) και [e] (ε, αι) και τα διπλά σύμφωνα κτλ. Όλα αυτά όμως τα σημάδια εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν κάτι που υπήρξε, είχαν τα ίδια μιαν αυστηρά συγκεκριμένη αξία –και είναι τρόπον τινά ακόμα, οπτικά, η ίδια η παλιά αξία. Αντίθετα, οι τόνοι γεννήθηκαν εξαρχής για να θυμίσουν κάτι που δεν υπήρχε πια, όταν ακριβώς είχε αρχίσει να χάνεται η συγκεκριμένη αξία κάποιων σημαδιών/γραμμάτων.

Οι τόνοι δηλαδή δεν υπήρξαν στοιχεία οργανικά της γραφής, όταν η γραφή ήταν αυτομάτως «ορθή», αφού έγραφε κανείς ό,τι ακριβώς εκφωνούσε, αλλά βοηθητικά εργαλεία, ενδεικτικά, υπομνηστικά μιας αλλοτινής αξίας και προφοράς. Γι’ αυτό και είπα ότι από μιαν άποψη οι τόνοι και τα πνεύματα δεν είναι καν ορθογραφία, δεν σχετίζονται με την «ετυμολογικά» δοσμένη ιστορία και εικόνα μιας λέξης, δεν έχουν σχέση με το «έτυμο» (το «αληθές»!): απλώς βοηθούσαν να παρασταθεί, ούτε καν: να υποδειχτεί έμμεσα το «έτυμο».

Για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, σκέφτομαι τη φωτογραφία κάποιας τάξης του σχολείου, από εκδρομή κτλ., όπου έπειτα από χρόνια σημειώνουμε επάνω της βελάκια και αριθμούς, για να μην ξεχάσουμε τελείως τους αγνώριστους πια συμμαθητές μας ακόμα και εμείς οι ίδιοι, πόσο μάλλον οι άλλοι που δεν τους γνώρισαν ποτέ.

Έτσι ακριβώς σημειώνονταν εκ των υστέρων και σποραδικά, όπως είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, οι τόνοι αρχικά, τα πνεύματα αργότερα, πάνω σε παλαιότερα κείμενα, έτσι όπως σημειώνουμε κάτι την ώρα που διαβάζουμε, υπογραμμίζουμε κάποια λέξη, βάζουμε ένα σημαδάκι στο περιθώριο κ.ο.κ.

Τι ακριβώς, να θυμηθούμε, σημειωνόταν στις άτονες ώς τότε λέξεις, όταν χανόταν ο μουσικός τονισμός;

οξεία, για τον οξύτερο μουσικά τόνο της μόνης τονιζόμενης συλλαβής, που ακουγόταν δυνατότερα σε ένταση αλλά και σαν μια νότα ψηλότερα, και βαρεία σε όλες τις άλλες συλλαβές, μόνο και μόνο επειδή δεν είχαν κι αυτές ήχο οξύ, αλλά έπεφτε βαρύτερος ο «τόνος»: φὶλόσὸφὸς· ώσπου σύντομα καταργήθηκαν οι περιττές βαρείες, «ίνα μη καταχαράσσωνται τα βιβλία», και κρατήθηκε το σχετικό σημάδι σαν μοναδικός τόνος για λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα, που κι αυτές όμως, όταν ακολουθεί στίξη, τρέπουν τη βαρεία σε οξεία·

οξυβάρεια, η μετέπειτα περισπωμένη, εκεί όπου ο τόνος ήταν οξύτερος και αμέσως κατέβαινε βαρύτερος: λῶρος, για να θυμίζει ότι ένα μακρό γράμμα εκφωνούνταν σαν δύο φθόγγοι στη σειρά, είχε μακρό ήχο, π.χ. το ω εδώ ήταν δύο ο, όπου στο πρώτο η φωνή ανέβαινε και αμέσως κατέβαινε στο δεύτερο: λόὸρος (έζησε για λίγο και το αντίθετο της οξυβάρειας, κάτι σαν «βαρυόξεια»: αντανακλωμένη την έλεγαν και αντανακλαζομένη –μην τα σκαλίζουμε όμως αυτά και ανοίγουμε την όρεξη σε αυτούς που ακόμα και τη βαρεία την έμαθαν κατόπιν εορτής ).

Αργότερα σημειώνονταν και τα πνεύματα, στις λέξεις που άρχιζαν από φωνήεν:

δασεία σε ορισμένες μόνο, ελάχιστες λέξεις, ένα σημάδι, το μοναδικό, που αντιπροσώπευε αλλοτινό φθόγγο, εκεί που κάποτε προφερόταν δασύτερα ένα φωνήεν: ἡμέρα· και ψιλή σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, για να δηλώνεται απλώς η έλλειψη δασείας!

Ώσπου χάθηκε τελικά οριστικά η προσ-ωδία, η μουσική εκφώνηση, και ο μουσικός τονισμός έγινε δυναμικός· μακρά και βραχέα είχαν τον ίδιο χρόνο, όπως στη σημερινή γλώσσα. Η ισοχρονία ήταν γεγονός ήδη τον 2ο με 3ο αιώνα μ.Χ., οπότε «συνεξέλιπεν, ως εικός, και η επί της μακράς προσωδίας [των φωνηέντων] στηριζομένη διαφορά του οξέος και περισπωμένου τόνου» γράφει το 1905 ο κέρβερος παραταύτα της ιστορικής ορθογραφίας Γ. Ν. Χατζιδάκις (Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, σ. 61), και λίγο αργότερα εισηγείται την αντικατάσταση όλων των τόνων με ένα μόνο διακριτικό σημάδι. Αλλά και έτσι, από τον 2ο με 3ο αιώνα μ.Χ., και ενώ οι τόνοι υπάρχουν από τους προχριστιανικούς χρόνους, όταν τους επινόησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός φιλόλογος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.), μόνο τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ. γενικεύεται, όπως είδαμε, η χρήση τους.

Το πολυτονικό μετράει ωστόσο ζωή αιώνων και διεκδικεί μερίδιο στην ιστορική ορθογραφία, αφού ακριβώς επί αιώνες εδραίωσε τη σύγχυση που αναβάθμιζε ένα βοηθητικό εργαλείο, ένα όργανο εργαστηρίου, σε συστατικό της ίδιας της γραφής, σύγχυση που καλοταΐστηκε από τη μεγαλύτερη αδερφή της, τη σύγχυση γλώσσας και γραφής. Έτσι, με κάτι σαν χρησικτησία δηλαδή, το πολυτονικό φτάνει ακόμα και σήμερα να διεκδικεί θέση στη γραφή της σημερινής γλώσσας, κι ας είναι, πέρα από αντιεπιστημονική, αδύνατη η εφαρμογή του με συνέπεια, αφού η γλώσσα πορεύτηκε στο μεταξύ με άλλους νόμους, εν προκειμένω χωρίς τη μακρότητα και τη βραχύτητα των φωνηέντων. Αυτό όμως το σημείο θα το δούμε στο επόμενο μέρος.

Το εκ γενετής στίγμα

Εδώ θα ήθελα να συνοψίσω με μια επισήμανση και με μια παρατήρηση.

Η επισήμανση είναι ότι οι τόνοι και τα πνεύματα δεν υπήρξαν οργανικό σημάδι της γραφής· απλώς υπενθύμιζαν κάποια παλιά, ανενεργή πλέον αξία. Αν δεχτούμε ότι επινοούμε σύμβολα και γράμματα για να ανταποκριθούμε σε τρέχουσες, υπαρκτές ανάγκες της γραφής, οδηγούμαστε στην ασεβή και εν μέρει άδικη παρατήρηση πως είναι άτοπο εξ ορισμού, από τη σύλληψή του, να δημιουργούνται σημάδια για να αποτυπώσουν αξίες που δεν υπάρχουν πια. Είπα άδικη την παρατήρηση, επειδή οι τόνοι επινοήθηκαν ουσιαστικά για λόγους «εργαστηριακούς», π.χ. για τους ίδιους τους φιλολόγους: από αυτή την άποψη, ήταν και είναι πολύτιμο εργαλείο μελέτης –εξού και η ασέβεια της παρατήρησης. Η γενίκευση όμως της χρήσης τους και η αναγωγή τους σε σύστημα «ορθής» γραφής –όταν μάλιστα η ισοχρονία και ο δυναμικός τονισμός είχαν παγιωθεί προ πολλού, από αιώνες– ήταν ήδη παράλογη, και ήδη τότε αντιεπιστημονική. Αυτά τον 9ο με 10ο αιώνα.

Τον 20ό πια και 21ο αιώνα, δεν μένει άλλος χαρακτηρισμός, δεν μένει κανένα επίθετο σε κανέναν υπερθετικό βαθμό να χαρακτηρίσει τη διαιώνιση του συστήματος αυτού, σε φάση της γλώσσας που απέχει έτη φωτός από την «αρχική», και διέπεται από άλλους νόμους, ενώ διαθέτει το δικό της, πλήρες και αυτόνομο σύστημα. Γιατί μιλάμε, εννοείται, για γλωσσικό σύστημα, για τυπικό, για δομή, και όχι απλώς για λέξεις –να το θυμόμαστε κάθε φορά αυτό, απέναντι στις λέξεις τις ανάλλαχτες «απ’ τον καιρό του Ομήρου».

buzz it!