5/11/07

Καλτ, ή Ο τρελός με την τρελάρα του

Τα Νέα, 27 Μαΐου 2006

Γραφικότητα, αμετροέπεια, ασυναρτησία, ιταμότητα, τσαμπουκάς, βωμολοχία, μεμονωμένα, σε διάφορους συνδυασμούς ή όλα μαζί βαφτίζονται καλτ και εξασφαλίζουν προβεβλημένη, πρώτη θέση σε εφημερίδες, και κυρίως σε τηλεπαράθυρα

το πλήρες κείμενο:

Γιατί δεν βγήκε άραγε ο Μπερλουσκόνι; ή, γιατί να μην έβγαινε δηλαδή ο Μπερλουσκόνι; εντέλει, πώς και δεν βγήκε ο Μπερλουσκόνι;

Γύρω από αυτά τα φαινομενικώς προβοκατόρικα ερωτήματα, που αποπνέουν πολιτικό αμοραλισμό, οργάνωνα την περασμένη επιφυλλίδα. Γιατί τα ερωτήματα αυτά τα υποστηρίζει ο φόβος, που μοιάζει όμως βεβαιότητα, ότι ο Μπερλουσκόνι, ο με 25.000 μόλις ψήφους ηττημένος των πρόσφατων ιταλικών εκλογών, άρα ο μέγας θριαμβευτής από μιαν άποψη αυτών των εκλογών, ο Μπερλουσκόνι λοιπόν έφτασε να επιζήσει από τα πάσης φύσεως σκάνδαλα, συν την αναμενόμενη φθορά της κυβερνητικής θητείας, χάρη στην κραυγαλέα, προκλητική δημόσια εικόνα του φαιδρού, του σαλτιμπάγκου.

Δεν θέλω να φανεί ότι παραγνωρίζω ένα άλλο βασικό στοιχείο που οδήγησε στο ουσιαστικά ισόπαλο αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, τη σύγκλιση δηλαδή και τις ομοιότητες των δύο εξίσου ετερόκλητων συνασπισμών, που οι πολιτικές τους διαφορές κρίνονταν εν πολλοίς στα σημεία: το θέμα έχει επισημανθεί από ειδικούς πολιτικούς αναλυτές, ο ίδιος έχω πολλές φορές αναφερθεί στον πολιτικό και ιδεολογικό χυλό που εμφανίζεται σαν «δημοκρατικότητα» ή τάχα μου πολιτική «ανεξιθρησκία», και πολλά οφείλει, ας το πω παρεμπιπτόντως, στο σύστημα του δικομματισμού. Θα μείνω έτσι σ’ αυτό το «κάτι άλλο», που αποδιοργανώνει την πολιτική σκέψη: πώς στάθηκε τόσον καιρό ο Μπερλουσκόνι, όχι στον πρωθυπουργικό θώκο, γιατί εκεί η διαφθορά και μαζί η ιδιοκτησία σημαντικού μέρους των μέσων ενημέρωσης καθώς και μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας αποδείχτηκαν όντως αποτελεσματικότατα εργαλεία, όχι λοιπόν απλώς στον πρωθυπουργικό θώκο μιας προηγμένης δυτικής δημοκρατίας, αλλά στον θρόνο μιας προηγμένης δυτικής κοινωνίας. «Καλτ» είναι το password.

Και καλτ είπαμε ότι είναι μάλλον σήμερα το trash, το «σκουπίδι», έτσι όπως χρησιμοποιείται πια ο όρος, που έπαψε να προσδιορίζει κυρίως περιθωριακές κινήσεις, πρόσωπα και καταστάσεις, είτε της «βαριάς» κουλτούρας είτε ενός καθαυτό περιθωρίου χαλαρότερων πολιτισμικά μορφών και προϊόντων. Ήδη σε μια προ δεκαετίας σχεδόν έρευνα των Νέων (8.11.97), από την οποία χρησιμοποίησα εκτενή αποσπάσματα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, χαρακτηρίζονταν καλτ σημαντικοί δημιουργοί όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Ε. Χ. Γονατάς, η Κική Δημουλά, ο Δημήτρης Νόλλας κ.ά.

Από τότε άλλαξαν πολλά, όχι επειδή η Κική Δημουλά λόγου χάρη έγινε ακαδημαϊκός αλλά και ευρύτερα γνωστή ως ποιήτρια, βγήκε δηλαδή από τον στενό κύκλο των μυημένων, αλλά επειδή απλούστατα, στην κοινή χρήση, νομιμοποιήθηκε η συστέγαση «βαριάς» και λάιτ κουλτούρας κάτω απ’ τον ίδιο όρο –με τη λάιτ να κερδίζει έδαφος ολοένα. Σήμερα ο ρευστός ορισμός τού καλτ κατασταλάζει στο γραφικό, στο πέρα από μας πλην λαϊκό και κατά τεκμήριο, τάχα, αυθεντικό, συχνότατα στο trash, είτε μέσα από έναν «διανοητικό σνομπισμό», όπως επισήμαινε ο Δημ. Κούρτοβικ σ’ εκείνη την έρευνα, είτε μέσα από μια αθώα διάθεση απλώς και μόνο για χαβαλέ.

Ήδη τα τρία τελευταία χρόνια έχουν γίνει ισάριθμα φεστιβάλ καλτ ελληνικού κινηματογράφου, με b-movies του ’60 και του ’70, όπου αποθεώνεται ο Σουγκλάκος και βραβεύεται ο Γκουσγκούνης, το χιουμοριστικό κάποτε άλλοθι για λίγη επιτέλους τσόντα. Καλτ κατεξοχήν χαρακτηρίζεται ο Φλωρινιώτης, που όμως μας τον τάισε με τσέμπαλο από το Τρίτο ο Χατζιδάκις. Καλτ ο Μαργαρίτης, που βρέθηκε όμως στο πλευρό του Σαββόπουλου, αναβαθμισμένος λόγω επετηρίδας, κατά τον ίδιο τον εξαγνιστή. Καλτ και σ’ όλα τα λιγωμένα «σοβαρά» πολιτιστικά μαγκαζίνο κρατικών καναλιών ο Γιώργος Μάγκας, το όνειδος της δημοτικής μουσικής, του κλαρίνου του ίδιου, γιατί δεν είναι σώνει και καλά μουσική η οσοδήποτε μεγάλη δεξιοτεχνία (πρόσφατα αναδημοσίευαν τα περισσότερα έντυπα την «καλτ», λέει, δήλωσή του σε τηλεοπτική εκπομπή, πως άμα έχει πόνο κάνα κοριτσάκι, του βγάζει, λέει, το σουτιενάκι και του κάνει «μασαζοκλαρίνο»). Καλτ και οι παπαροκάδες, πρώτο τραπέζι πίστα και αυτοί σε όλα τα κανάλια, και με δική τους μάλιστα εκπομπή σε κάποιο.

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε όλους αυτούς; Προφανώς· τους έβαλα απλώς όλους μαζί, έτσι όπως τους συναντά κανείς, με αυτόν ακριβώς τον κοινό χαρακτηρισμό, στα μίντια. Γιατί στην πραγματικότητα η γκάμα είναι μεγάλη, από αγαθά ψώνια έως παμπόνηρους εμπόρους, μικροπωλητές και αγύρτες, χωρίς να λείπουν και αυτοί που θα τους πω κι εγώ «αυθεντικούς», εν προκειμένω ο Μαργαρίτης.

Τώρα, είναι άραγε καλτ ο Μπερλουσκόνι, απ’ τον οποίο ξεκινήσαμε; Είναι καλτ και εντέλει «κέρδισε», όπως λένε, χάρη σ’ αυτή την ιδιότητα και τις συμπεριφορές που σχετίζονται ή απορρέουν από αυτή του την ιδιότητα; Δεν ξέρω· γράφτηκε πάντως πολλές φορές κάτι τέτοιο· και αυτό ακριβώς έχει σημασία, το ότι γράφτηκε, το ότι φτάσαμε να πιστεύουμε ότι μπορεί το καλτ να αναδείξει «νικητή». Και όντως, αρκεί μια γρήγορη ματιά π.χ. στην τηλεόρασή μας, στο είδος που ευδοκιμεί και άρα προβάλλεται, όχι πια μόνο και αποκλειστικά από τις εκπομπές της λεγόμενης trash tv, π.χ. της μαστόρισσας του είδους Ανίτας Πάνια, ή από τις σατιρικές, αλλά από τα πάσης φύσεως πάνελ σοβαρών και έγκυρων καναλιών, από τα τηλεπαράθυρα των δελτίων ειδήσεων κτλ.

Εν αρχή ην η Μαρίκα Παλαίστη

Κάποτε ήταν η παλαίμαχη αοιδός Μαρίκα Παλαίστη, φιγούρα γραφική της δεκαετίας του ’60, που έβγαζε λόγους προεκλογικούς κι έσπαγε ο κόσμος πλάκα, ζητώντας να καταργηθεί η τρύπα στις δεκάρες. Μόνο που τότε τα όρια ήταν ευδιάκριτα, σαφή· ήξεραν όλοι ότι πρόκειται για μια καλοκάγαθη φευγάτη. Σήμερα ο άλλος είναι, ήταν μέχρι χτες, πρωθυπουργός μιας προηγμένης χώρας· πρωθυπουργός ένας άνθρωπος που λειτουργεί σαν «εστεμμένος καραγκιόζης, ρητορεύει κραυγάζοντας σαν ήρωας της κομέντια ντελ άρτε, μακιγιάρεται σαν πόρνη, βωμολοχεί σαν καραγωγέας και αυτοπροβάλλεται σαν αυτάρεσκος τραγουδιστής της Γιουροβίζιον», όπως εύστοχα τον σκιαγράφησε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς· ο οποίος συνέχιζε: «ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν χρησιμοποιεί απλώς ευκαιριακά αλλά ταυτίζεται απολύτως και επί μονίμου βάσεως με τα μέσα και τις μεθόδους της μαζικής πολιτικής επικοινωνίας, μετατοπίζοντας έτσι αποφασιστικά τη λειτουργία αλλά και το νόημα της πολιτικής δημοσιότητας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» (Βήμα 30.4.06).

Πράγματι, μ’ αυτήν τη χρησιμοποίηση των μέσων έχουμε να κάνουμε, συνειδητή και εκ προθέσεως, όπου προβάλλεται ακριβώς και επιπλέον μεγεθύνεται η παραβίαση, το σπάσιμο των κωδίκων –από τους απλούστερους, της καλής, της κόσμιας, της κοινωνικής συμπεριφοράς, ώς τους κώδικες του επαγγέλματος ή του λειτουργήματος (η περίπτωση λ.χ. των παπαροκάδων). Ψευδεπίγραφες αξίες, όπως «αυθορμησία», «ντομπροσύνη», ή το περίφημο φετίχ των ριάλιτι «να είσαι ο εαυτός σου», ό,τι δηλαδή συνιστά από μιαν άποψη άρνηση της κοινωνικότητας, άρνηση της συνείδησης της συλλογικής μας οντότητας, όλα αυτά καθοδηγούν τη δημόσια εικόνα καλλιτεχνών, πολιτικών, τηλεανθρώπων, που μας ταΐζουν ακριβώς μαγκιά και τσαμπουκά, με κύριο στόχο τους την προβολή, τη δημοσιότητα. Για να το πω απλούστερα, εν ονόματι τάχα αυτών των στερεότυπων «αξιών» παραβιάζεται προγραμματικά και με τον πλέον αυτάρεσκο τρόπο ό,τι συνιστά στοιχειώδη, πρωταρχική σύμβαση για την ένταξη και τη λειτουργία του ατόμου σε μια συλλογική οντότητα, εν προκειμένω την κοινωνία, ό,τι συνιστά νέτα σκέτα το πρώτο βήμα του ανθρώπου έξω από το παλαιολιθικό του σπήλαιο, από το «εγώ» στο «εμείς», στην προσπάθεια να επικοινωνήσει και να συνυπάρξει με τον άλλον, ό,τι συνιστά απλώς, απλούστατα, πολιτισμό της καθημερινής ζωής.

Το θέμα, το πρόβλημα, αλλά και το κλειδί, για το θέμα, είναι πως όλες αυτές οι συμπεριφορές, ναι, και η ιταμότητα, και η βωμολοχία, και ο απροκάλυπτος τσαμπουκάς, όλα αυτά μας κάνουν πιο οικεία, μας φέρνουν πιο κοντά πρόσωπα που χωρίς την τηλεόραση θα έμεναν απρόσιτα και μακρινά, χαμένα στα υψηλά αξιώματα και τις θέσεις τους στον δημόσιο βίο. Τώρα, καλλιτέχνες, πολιτικοί μικροί και μεγάλοι, γιά δες, ίδιοι μ’ εμάς, άνθρωποι βρε παιδί μου και αυτοί, συγχύζονται, ε, λεν και μια κουβέντα παραπάνω, άντε και καμιά χριστοπαναγία, μα τι καλά όμως που τους τα ’πανε, των αλλωνών, των αντιπάλων τους όταν τυχαίνει να ’ναι και αντίπαλοι δικοί μας, πες τα ορέ κρητίκαρε Κακαουνάκη, όρμα τους παπα-Τσάκαλε, πέταξέ τους καμιά καλλίπυγο μαγωδία Κώστα Ζουράρι, ρίξε τα μπινελίκια σου καινοφανή αστέρα, όνομα και πράμα Ανευλαβή, απάνω τους Καρατζαφέρη και Λιακόπουλε, άλα μαγκίτισσα Λιάνα Κανέλλη!

Πώς και δεν βγήκε ο Μπερλουσκόνι;

buzz it!