1/7/07

Αρχαία-νέα: συγγενείς μα αντίπαλες μορφές [β΄]

Τα Νέα, 27 Νοεμβρίου 2004

«Ανατριχιάζω οσάκις ανακαλώ εις την μνήμην μου εκείνους τους ατλαντικούς κόπους και εκείνους τους απεράντους καιρούς με τους οποίους κατέτριβον την πτωχήν νεότητά μου ανά τα διάφορα γυμνάσια, διδασκόμενος την έξιν της Ελληνικής» (Ιώσηπος Μοισιόδαξ, 1725;-1800)

Πίσω από μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες (αδιάφορο εδώ!) λέξεις που «έμειναν απαράλλαχτες απ’ τον καιρό του Ομήρου», παρασιωπώνται ή κρύβονται τα διαφορετικά συστήματα με τη διαφορετική δομή, αυτήν που κατεξοχήν συνιστά και χαρακτηρίζει μια γλώσσα

το πλήρες κείμενο:

Η ιστορία της εκπαίδευσης από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους ώς τις μέρες μας, δηλαδή κοντά δύο αιώνες εκπαιδευτική πράξη, μαρτυρεί την αδυναμία να διδαχτούν αποτελεσματικά τα αρχαία ελληνικά, και μάλιστα έτσι ώστε να συμβάλλουν στην καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας, όπως πιστεύουν ή προσδοκούν πολλοί.

Αντίθετα, αν εξετάσει κανείς –κάτω από αυτό το πρίσμα– την εκάστοτε γλωσσική πραγματικότητα, ή μάλλον τη «γλωσσική πραγμάτωση», δηλαδή τη χρήση της γλώσσας από το παιδί-μαθητή, αλλά και τον ενήλικο, ακόμα και με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, μπορεί να δει τις αρνητικές συχνά επιπτώσεις της αρχαίας στη νεότερη γλώσσα.

Αναφέρομαι προφανώς, συνοψίζοντας και συνεχίζοντας την προηγούμενη επιφυλλίδα, στην αρνητική συμβολή της διδασκαλίας των αρχαίων, όταν η ομιλούμενη, δημοτική γλώσσα ήταν απαγορευμένη και δεν διδασκόταν· αλλά αναφέρομαι επίσης στην αρνητική συμβολή της διδασκαλίας των αρχαίων, ακόμα και τώρα (ή κυρίως τώρα;) που συνυπάρχει –τις τελευταίες μόλις δεκαετίες– με τη διδασκαλία της νεοελληνικής, ειδικότερα στο γυμνάσιο, όπου ο μαθητής δεν έχει ακόμα φτάσει σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο όσον αφορά την καλλιέργεια της μητρικής γλώσσας.

Με την τελευταία πρόταση έθιξα έναν βασικό παράγοντα για την αποτυχία της διδασκαλίας των αρχαίων, για την αδυναμία εκμάθησης των αρχαίων, και συνακόλουθα (;) για την αρνητική συμβολή τους στη διαμόρφωση του γλωσσικού αισθητηρίου, στην καλλιέργεια της ομιλούμενης γλώσσας, της νεοελληνικής. Πράγματι, δεν είναι νοητό να διδάσκεται ένας μαθητής (γυμνασίου καταρχήν, αν και προσωπικά πιστεύω και λυκείου) δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας, με διαφορετικό τυπικό η καθεμιά, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για την εκμάθηση και της παλαιότερης μορφής και της νεότερης. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει σε κάθε λογική, παιδαγωγική, ψυχοπαιδαγωγική και γλωσσολογική αρχή. Και μόνο οι ευσεβείς και οπωσδήποτε ειλικρινείς πόθοι (= να μάθουμε τη γλώσσα την προγονική, για να επικοινωνήσουμε άμεσα με τον αρχαίο κόσμο, τον αρχαίο πολιτισμό και την αρχαία σκέψη) και –από κοντά, παράλληλα ή πριν– η ιδεολογία (= η μία και μοναδική ανώτερη γλώσσα, τεκμήριο εθνοφυλετικής και πολιτισμικής ανωτερότητας λοιπόν) μπορούν να παραβιάζουν τέτοιες θεμελιώδεις αρχές.

Με την ιδεολογία, τώρα, βρήκαμε το κλειδί που το δυσχερές το κάνει ανέφικτο, και έπειτα επιζήμιο έως ολέθριο. Αναφέρομαι στο ιδεολόγημα της ενιαίας γλώσσας, αυτό που αλλοιώνει την πραγματικότητα της μίας γλώσσας, αυτό που παραβλέπει –όταν απλούστατα δεν αγνοεί– τα πολλά και διαφορετικά στάδια στην εξέλιξη της μίας γλώσσας, πολλά και διαφορετικά ακόμα και σ’ αυτό που γενικά ονομάζουμε αρχαία ελληνική γλώσσα. Έτσι γίνεται η αλήθεια ψέμα, όταν πίσω από το λεξιλόγιο, πίσω δηλαδή από μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες (αδιάφορο εδώ!) λέξεις που «έμειναν απαράλλαχτες απ’ τον καιρό του Ομήρου», παρασιωπώνται ή κρύβονται τα διαφορετικά συστήματα με τη διαφορετική δομή, αυτήν που κατεξοχήν συνιστά και χαρακτηρίζει μια γλώσσα.

Η βασική αυτή άγνοια, σύγχυση ή αλχημεία –αναλόγως– έχει πολλά παιδιά· από τα πλέον διακεκριμένα: πως μέσα από τις κοινές λέξεις μπορούμε να κατακτήσουμε όλη τη γλώσσα σ’ όλη τη διαδρομή της· πως, αφού όλες οι λέξεις ανήκουν στην ίδια, μία και ενιαία γλώσσα, μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε κατά βούληση, γενικότερα να κυκλοφορούμε σ’ όλες τις εποχές της γλώσσας, χωρίς να αναγνωρίζουμε όρους και σύνορα, ή με μόνο διαβατήριο τις πέντε και χίλιες πέντε λέξεις –συχνά, τα γονίδιά μας και μόνο. Και δυστυχώς, τα γονίδια ακριβώς, άρα το κληρονομικό δικαίωμα, με όλα τα εξίσου γονιδιακά πια γνωρίσματα της φυλής, δηλαδή τη μακαριότητα, την αυταρέσκεια και ολίγον τσαμπουκά, το «έτσι το λέω / έτσι το γράφω εγώ», καθορίζουν μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στη γλώσσα, μια στάση που όχι μόνο παραβλέπει μα και χλευάζει την επιστήμη. Αυτήν που, πολύ απλά και για να φύγουμε από το σημείο αυτό, τονίζει πως η ενιαία ελληνική γλώσσα έχει διακριτά στάδια, και κάθε στάδιο είναι αυτόνομο και πλήρες, αύταρκες σύστημα. Και βεβαίως κάθε στάδιο εκβάλλει στο επόμενο και το επηρεάζει, υπάρχουν ωστόσο όρια, υπάρχει διαφορετικό σύστημα, διαφορετικό τυπικό, άρα διαφορετικοί κανόνες.

Στην πράξη όμως, και μάλιστα τη σχολική: Πώς τώρα θα συνδυάσει γενικά ο μαθητής μια κατεξοχήν συνθετική γλώσσα, την αρχαία, με μια αναλυτική, τη νέα; Ή, το απλούστερο δυνατόν παράδειγμα: πώς θα μάθει να συντάσσει π.χ. το επιβάλλομαι με γενική στα αρχαία αλλά με (εμπρόθετη) αιτιατική στα νέα; Απλούστατα, δεν θα μάθει. Και μεγάλος πια, με τα πτυχία όλου του κόσμου πάνω απ’ το γραφείο του, θα συντάσσει πότε έτσι, πότε αλλιώς. Καθότι, είπαμε, ενιαία. Ωραία; Έστω.

Εδώ όμως να βάλουμε στη συζήτηση το άλλο μεγάλο παιδί της άγνοιας-σύγχυσης-αλχημείας που είπα παραπάνω: πως, αφού η γλώσσα είναι μία, ενιαία κτλ. κτλ., τότε η αλλαγή που, διάολε, όλοι βλέπουμε από τον Όμηρο στα νέα δεν μπορεί παρά να είναι αλλοίωση, αποπτώχευση, φθορά· δηλαδή, η ίδια η εξέλιξη της γλώσσας –σημάδι ακριβώς ζωντάνιας και δυναμισμού της– στα μάτια μας μοιάζει εκφυλισμός της γλώσσας. Όταν δηλαδή δεν αναγνωρίζουμε –και όταν λέω δεν αναγνωρίζουμε, σημαίνει δεν σεβόμαστε– τα διαφορετικά, αυτόνομα στάδια, συστήματα κτλ., όταν δηλαδή δεν αναγνωρίζουμε (ξανά: δεν σεβόμαστε) τους διαφορετικούς κανόνες, τότε τις διαφορετικές γλωσσικές μορφές μόνο με σχέσεις κυρίου-υποτελή τις αντιλαμβανόμαστε· τότε το σχήμα έστω μητρικής-θυγατρικής μορφής μόνο σαν σχήμα ανώτερης-κατώτερης μορφής το συλλαμβάνουμε.

Αποτέλεσμα; Στην πράξη πάλι, και συνέχεια με τα παραπάνω: καταργούμε και αυτή την (αδόκιμη και κατά παράβαση του γραμματικοσυντακτικού τυπικού της γλώσσας) εναλλαγή της σύνταξης π.χ. του επιβάλλομαι, του επωφελούμαι ή του επιμελούμαι άλλοτε με γενική και άλλοτε με αιτιατική, και προτιμούμε τον λογιότερο τύπο, με τη γενική. Γιατί, όπως είπα, έχουμε πια εσωτερικεύσει την υποτίμηση της νεότερης γλώσσας και προσφεύγουμε στην ασφάλεια και το κύρος της αρχαίας.

Ο κύκλος διαγράφεται τώρα καθαρότερα. Με δεδομένη την κατά εποχές ελλιπή, ελλιπέστατη ή και ανύπαρκτη γνώση της αρχαίας αλλά και της νέας, έπειτα την ακούσια αλλά και εκούσια σύγχυση των διαφορετικών τυπικών, από το «επιβάλλομαι μετά γενικής», την εύγλωττη πια για την ιδεολογία της προτίμηση στη σύνταξη με γενική, φτάνουμε να συντάσσουμε με γενική ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι, ούτε στα αρχαία εννοώ. Έχω ξανασημειώσει, αντλώντας, όπως πάντα, από κείμενα εγγραμμάτων και όχι μαθητών: δεν συντάσσονταν ποτέ με γενική, π.χ. τα απεμπολώ, αποποιούμαι, επιδέχομαι, μετέρχομαι, ή το συχνότατο διαφεύγω.

Ούτε αρχαία ούτε νέα

Ειδικότερα αυτό το «έχει διαφύγει της προσοχής μας» τείνει να καθιερωθεί, μνημείο ανυπέρβλητο της σύγχυσης για την οποία μιλώ, το συναντώ δύο φορές στις τρεις, ακόμα και σε εγγραμμάτους, ξαναλέω, και τώρα τελευταία λόγου χάρη (μαζί με ουκ ολίγες άλλες ασυνταξίες) σε άρθρο που αντιτίθεται στην ανάγνωση μεταφρασμένων ευαγγελικών περικοπών στην κυριακάτικη λειτουργία, άρθρο που το υπογράφει καθηγητής-ακαδημαϊκός, πρωτεργάτης της διακήρυξης των 40 ακαδημαϊκών εναντίον «της εισβολής του λατινικού αλφαβήτου», και πιο πρόσφατα βασικό ιδρυτικό μέλος της «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς». Η οποία Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά ιδρύθηκε για να «σώσει» τη γλώσσα από τη «φθορά», παγιδεύοντας, δυστυχώς, και σοβαρούς ανθρώπους στα ιδρυτικά της μέλη. Και στα 185, παρακαλώ, ιδρυτικά της μέλη, που δεν είναι μόνο άνθρωποι των γραμμάτων και επιστήμονες, αλλά, γιατί όχι, και επιχειρηματίες, βουλευτές, στρατιωτικοί κ.ά., δεν υπάρχει ούτε ένας γλωσσολόγος. Και σ’ ένα από τα πρώτα της δελτία τύπου, μαζί με διάφορα (κι αν είναι έστω τυπογραφικά λάθη το ότι δασύνει το έμμετρο και την ομορφιά, εναλλάσσει καταλήξεις υποτακτικής με -η και -ει, εκεί και το «να ευημερίση»), νά τες οι βαθείς οι ρίζες, προφανώς, αφού στη γενική, διαβάζω: «των βαθέων ριζών» (αντί: των βαθιών ριζών)!

Μου χρειάστηκε η παρέκβαση αυτή, σαν απλούστατο, καθημερινό παράδειγμα για τα λεγόμενά μου. Και επειδή αναφέρομαι στα «εκούσια» λάθη, τα λάθη που προκύπτουν από μια συνειδητή επιλογή για λογιότερη έκφραση, και τα οποία είναι πια αναπόφευκτα, αν δεχτούμε πως αρχαία δεν γνωρίζουμε, επειδή αρχαία δεν μάθαμε στο σχολείο, και επειδή τα αρχαία δεν μαθαίνονται μέσα από πέντε λέξεις αλλά με ειδικότατες, αποκλειστικές σπουδές, κι έπειτα ούτε νέα γνωρίζουμε, γιατί αυτά δεν θέλουμε να τα μάθουμε, και όσα πάλι γνωρίζουμε, δεν θέλουμε να τα χρησιμοποιήσουμε.

Θα τελειώσω την επόμενη φορά.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: