8/6/07

Η δογματική όψη του πλουραλισμού και η εκπομπή του Δ. Σαββόπουλου "ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ"

περ. "Αντί", Β΄ 332, 7 Νοεμβρίου 1986

Μπορεί η σκορδαλιά να είναι έδεσμα άκρως γευστικό, αλλά βρωμά, αγαπητοί, μόλις τη φάμε. (αρχαία κινεζική παροιμία)

«Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», Λίτσα Διαμάντη, Λεωνίδας Βελλής και Στράτος Διονυσίου, αφού αυτό είναι, λέει, το ελληνικό τραγούδι, αυτό που μας πλευροκοπάει καθημερινά, στα κέντρα, στις αφίσες, στα έγχρωμα των ταμπλόιντ, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, λίγο πριν λίγο μετά το «Ζήτω», όταν σημαίνει κάθε τόσο «Δώωδεκα» στο σταματημένο ρολόι της Άννας Βίση, όταν «είμαι η Μαίρη, η Μαιρούλα, το Μαιράκι σου, βάλ’ ένα έψιλον να γίνω το μεράκι σου, βάλ’ ένα λη- και θα γινώ το λημεράκι σου», και έλειπε ο Διονύσης Σαββόπουλος στην τηλεόραση να μας το δείξει·

διαβάστε τη συνέχεια...

αφού αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι, αυτό που έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις που κάνει και η εκπομπή·[1] α, νά τη, τώρα πίσω πίσω, η «αντικειμενική αλήθεια» των δημοσκοπήσεων και των στατιστικών, και νά τη νά τη η πλειοψηφία με τα δίκια της κι «εσείς δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε»·

αφού αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι, και δεν θα φοβηθούμε να το αντικρίσουμε κατάματα,[1] να αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα, αφού αυτό αρέσει στον κόσμο και πουλάει· και τι είναι τότε η δημαγωγία κι ο λαϊκισμός·

αφού αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι, και δεν το κρίνουμε, άλλωστε ποιος θα κρίνει το καλό και το κακό,[1] πάντως όλο και κάτι θα κρίνουμε, γιατί υπάρχει και κακό τραγούδι·[1] και τι είναι τότε η κοροϊδία, ο εμπαιγμός, άντε η αμετροέπεια, η ασυναρτησία;

Και τι είναι τότε ο Σαββόπουλος;

«Όλα πατρίδα μας, κι αυτά κι εκείνα», καθώς ελάλησε ο Ιωάννης Πολέμης, και απήγγειλε ο Σαββόπουλος σε στάση προσοχής –αναφερόμενος στα τραγούδια. Που όλα πατρίδα μας, κι αυτά κι εκείνα, η Λίτσα Διαμάντη δηλαδή που είπαμε στην αρχή, συν Μπιθικώτσης, συν Ρασούλης, Γιοκαρίνης, μα και Μίκης, σε όπερα ετούτη τη φορά, αφού το ελληνικό τραγούδι είναι ένα.[1]

Η «αθώα» αντικειμενικότητα

Πιάσαμε πάτο, ή τη ραχοκοκαλιά της εκπομπής, το ιδεολογικό της πλαίσιο· μπροστά μας έχουμε το ιδεολόγημα το μέγα, όπου "η μουσική είναι μία», [2] όπως εδίδαξαν τα τελευταία χρόνια διάφορα μεγέθη της νεοελληνικής μουσικής,[3] κατά την ολοκληρωτική όψη του «πλουραλισμού», απηχώντας ούτε λίγο ούτε πολύ το δογματισμό τού «ένα είναι το Κόμμα» και εκτρέφοντας, λόγου χάρη, τη «μία ερωτική επιθυμία» και άλλα όμοια και εξίσου ανατριχιαστικά.[4]

Ιδεολογήματα λοιπόν, που προσπαθούν να κρύψουν τις εγγενείς αντιφάσεις τους, μάλλον τον καθαρά αντιφατικό τους χαρακτήρα, πίσω από «φιλελεύθερες» έννοιες, και αποκλείουν την αξιολόγηση; πρεσβεύοντας την ανεξιθρησκία, για να κηρύξουν απλώς κάποια άλλη, καινοφανή θρησκεία, που ανοίγουν την «αντικειμενικότητα» για να περάσει ο πιο άκρατος υποκειμενισμός. Ωστόσο, χωρίς να εμπλακούμε σε αδιέξοδες και άγονες (και φυσικά κοινότοπες) συζητήσεις για την «αντικειμενικότητα», αυτήν που πάντα κάποιοι λόγοι «πρακτικοί», τουλάχιστον, την ανατρέπουν (να καταγράφονταν, λέει, εν προκειμένω, όλες οι τάσεις σε όλες τους τις «εκφάνσεις» –δηλαδή όλα τα τραγούδια!), κι ωστόσο αυτήν την οποία επικαλείται το συγκεκριμένο ιδεολόγημα, η πράξη μάς αποστομώνει με τα εξής απλούστατα: πως όταν αφήνουμε «ν’ ανθίσουν εκατό λουλούδια», πάντα δυο τρία ξεχωρίζουν, τα ξεχωρίζουμε: λόγοι πρακτικοί! Στην περίπτωσή μας, οι συγκεκριμένες μαγνητοσκοπήσεις και τα βίντεο κλιπ, τα λίγα (λόγοι πρακτικοί) από τις πολλές τρέχουσες δισκογραφικές εργασίες. Ακόμη πιο συγκεκριμένα: στη δεύτερη εκπομπή, από τους πέντ’ έξι δίσκους που αναγγέλλονται, μεταδίδεται μαγνητοσκοπημένο δείγμα του ενός. Λόγοι, είπαμε, πρακτικοί.

Επιλογή επομένως, κρίση, έστω κι έτσι αξιολόγηση. Κι ωστόσο, «ποιος θα διανοηθεί να κρίνει το καλό και το κακό!» = εκδοχή πρώτη, προς γενική κατανάλωση, και για να το βουλώνουν μερικοί μερικοί. Μα πάλι, «και βέβαια θα κρίνουμε, γιατί υπάρχουν και καλά και κακά!» = εκδοχή δεύτερη, για να καταλαβαινόμαστε –και για να το βουλώνουν, ξανά, μερικοί μερικοί. Ζυγά χάνεις, μονά κερδίζω.

Φαύλος ο κύκλος. Και αν τον ξαναδιαβάσουμε απλά, έχουμε μια εκπομπή όπου ο Δ. Σαββόπουλος καταγράφει απλώς το ελληνικό τραγούδι στα καθέκαστά του. Δηλαδή τη Λίτσα Διαμάντη. Δηλαδή κάτι σαν τις καταργημένες, τυπικά, διαφημιστικές εκπομπές. Οπότε, αν απλώς καταγράφει, μια τέτοια εκπομπή απλούστατα δεν χρειάζεται. Εάν πρόκειται να καταγράψει και να κρίνει, μια τέτοια εκπομπή και βέβαια χρειάζεται, τη θέλουμε. Μα ο ίδιος λέει πως δεν είναι δυνατόν να κρίνει. Κι αυτή η εκπομπή, το ’παμε, δεν χρειάζεται Και πάλι ο ίδιος λέει πως «ε, και θα κρίνει». Και η πίτα ακέρια... Ας είναι Αν όμως τότε κρίνει, και συνεπώς προκρίνει Λίτσα Διαμάντη, αυτή η εκπομπή, ξανά, δεν μας χρειάζεται. Κι ούτε τη θέλουμε.

Μονόδρομος λοιπόν, ούτε καν κύκλος;

Ή μήπως σύγχυση; Κι αν, έστω, ναι, ποιος τάχα θα εκδώσει πιστοποιητικά! Μα ο Σαββόπουλος δεν ζήτησε ποτέ κανάκεμα και χτύπημα ελαφρό στην πλάτη, και ούτε μάτωσε, αλήθεια, στο τραγούδι του, είκοσι χρόνια τώρα, για να τον αντιμετωπίσουν –ποιοι;– με συγκατάβαση και πατερναλισμό. Αλλά και σε μια τέτοια –επανερχόμαστε– περίπτωση, μια τέτοια εκπομπή δεν τη χρειάζεται κανείς κι ούτε τη θέλει.

Ρίζες, νεοπλασίες και άλλα κακοήθη, λίγο πριν από το «Ζήτω»

Ότι δεν πρόκειται για σύγχυση το εξασφαλίζει και η προϊστορία του εγχειρήματος. Που αρχίζει, για να θυμηθούμε, λίγα χρόνια πριν, όταν ο Δ. Σαββόπουλος δραστηριοποιείται στο χώρο της δισκογραφικής παραγωγής και προωθεί, ή έστω σκέπει, αφρόλουτρα καθ’ όλα συμπαθή, που με την έγκυρη σφραγίδα του γίνονται νάματα στα οποία αναβαπτίζεται το ελληνικό τραγούδι, «στην μπανιέρα δυο δυο», απ’ όπου και βγαίνει οριστικά αλλήθωρο: το ’να του μάτι βλέπει Κολωνάκι, το άλλο Ομόνοια μεριά.

Φάση δεύτερη, κυριαρχία του «ήχου της Ομόνοιας» πλέον, Ντέφια με ντέφια στον Λυκαβηττό, γνωστά και αλησμόνητα, να μην τα ξαναλέμε, που ανακηρύσσονται γνήσια συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού.

Στην ίδια πορεία αυτογνωσίας του λαϊκού τραγουδιού προωθούνται αυτοπολλαπλασιαζόμενες εν μια νυκτί ρεμπέτικες κομπανίες, που μετρούν φιλότιμα κάθε τετραγωνικό του ευγενούς μας κέντρου και των πέριξ, ακόμη και μέσω Πάτρας, και ανασταίνουν καθεμιά κι από ’ναν Μάρκο ή ψάχνουν σε νιαουρίσματα τη φωνή της Νίνου. Την ίδια ακριβώς εποχή οι Χειμερινοί Κολυμβητές παράγουν πίσω από τις γυρισμένες πλάτες της πρωτεύουσας. Ίσως γιατί βουτούν σε κρύα νερά, κι όχι σε θερμαινόμενες πισίνες Ράτκα και Σία.

Ανάλογος και περισσότερο ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο «ανακαλύφθηκε» το δημοτικό τραγούδι. Ρίζες κι εδώ, αλλά οικτρά παραμορφωμένες, πάλι Ομόνοια μεριά, κακόζηλες προσμίξεις και τερατογενέσεις από στομωμένους κλαρινιτζήδες. Την ίδια εποχή ο Σίμων Καράς επιμένει να διακονεί το δημοτικό τραγούδι, βεβαίως με νηστεία και προσευχή.[5]

Και σε τέτοιες ιστορίες δεν έχει τόπο να χώσει κανείς το ποδαράκι του –σκουντιά στον ώμο για να βγούμε κι εμείς στη φωτογραφία. Ούτε έχουμε να κάνουμε με δύο, ας πούμε, τάσεις, ή και τρόπους, έτσι που να τους χώραγε, π.χ., ο «πλουραλισμός» που λέγαμε. Μπροστά μας βρίσκονται δύο ιδεολογίες ασύμπτωτες εξ ορισμού.

Ζήτω κι αράξαμε

Με δεδομένο τώρα το ιδεολογικό πλαίσιο, ας δούμε την εκπομπή στα άλλα περιστατικά της, όσα μπορεί να «παραπέφτουν» μέσα στη σαγήνη του σαββοπουλικού λόγου και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Γιώργου Πανουσόπουλου και του Κ. Μαζάνη. Και ας σταθμεύσουμε κυρίως στη δεύτερη εκπομπή, που υποτίθεται πως είναι πιο κατασταλαγμένη από την πρώτη, πιο αντιπροσωπευτική.

Μέσα σε ένα ντεκόρ από συνεργάτες οιονεί αμπαζούρ,[6] δεσπόζει, φυσικά, και δικαιωματικά, ο Σαββόπουλος,

ο Σαββόπουλος-αλαζονεία, όταν αναφέρεται στην ανταπόκριση που βρήκε η πρώτη εκπομπή: «μπράβο» και «ζήτω» πλήθος, αλλά και κάποια γραφτά «που απλώς δεν διαβάζονται», όπου η ανταπόκριση λοιπόν νοείται μόνο ως επευφημία, κι η εκπομπή, ο Σαββόπουλος, είναι πέρα από κάθε κριτική· και

ο Σαββόπουλος-μακροθυμία, όταν συγχωρεί τον Μ. Χατζιδάκι για τις γνωστές απαγορεύσεις να ακούγονται τραγούδια του, ακόμη και το όνομά του (!), χωρίς όμως μισή συγνώμη για την άστοχη, ρατσιστική βεβαίως, διακωμώδηση του «ρω» του Χατζιδάκι (που αποτέλεσε και την αφορμή για την οργίλη επιστολή του συνθέτη)· και τον συγχώρεσε, μάλιστα, μολονότι «δεν είναι αυτός που θα αμφισβητήσει το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του» (ασχολίαστο αυτό· μα τότε τι συγχώρεσε; ποιο κρίμα;)· και

ο Σαββόπουλος-αγρυπνία, στις επάλξεις της ελληνικής γλώσσας, φορώντας ο ίδιος το παμπάλαιο κοστούμι της βλαχοδημαρχικής, με τις καταλήξεις σε -αι (ακροαταί κτλ.), κάποιες ανατριχιαστικές αυξήσεις ρημάτων της παθητικής και διάφορους σολοικισμούς·[7] και

ο Σαββόπουλος-νουθεσία, όταν στην πρώτη εκπομπή πετάγεται από την καρέκλα του και πλησιάζει, δασκαλάκος, το φακό, να στηλιτεύσει τους τζαμπατζήδες των συναυλιών, που «μια συνήθεια τη θεώρησαν δικαίωμά τους»· και

ο Σαββόπουλος-ασυναρτησία, όταν διδάσκει σε συνεργάτη του την υψηλή τιμή του ελαφρού τραγουδιού, αφού το ελαφρό «βρίσκεται στη δομή του έντεχνου τραγουδιού» κι αφού αγαλλιούμε στο «Τσούμπο-Τσάμπο, όπου χορεύουν μάμπο», παραβλέποντας τους εξωραϊστικούς μηχανισμούς της μνήμης και συγχέοντας μεγέθη εντελώς διαφορετικά, όπως η νοσταλγία και η αισθητική αποτίμηση· και

ο Σαββόπουλος-αλχημεία, όταν ισολογίζει την εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο-Ελλάδας στις γιορτές της Εθνοσωτηρίου (πολιτική πράξη) με το άσυλο που πρόσφερε η ίδια στα παιδιά του Πολυτεχνείου (συναισθηματική κυρίως αντίδραση), αναχαράζοντας μάλιστα παλαιά ιδεολογήματα μεσσιανικής πνοής, ότι «ο καλλιτέχνης είναι υπεράνω της μικροπολιτικής» (και ποια η πολιτική και ποια η μικροπολιτική;)· και

ο Σαββόπουλος-Ιστορία, όταν φτάνει και νιώθει την ανάγκη να αποκαταστήσει την αδικημένη Δεξιά, στο εθνικοσυμφιλιωτικό τραγούδι που συνέθεσε και τραγούδησε επί τη επετείω της 28ης Οκτωβρίου, όπου «οι αριστεροί έκαναν αντίσταση, μα και οι άλλοι επίσης, και δεν θέλω αντιρρήσεις», ή κάπως έτσι, μα οπωσδήποτε τέτοια.

Αλλά, αλλά και

ο Σαββόπουλος που διατηρεί την παλιά του μαγεία, όταν πιάνει την κιθάρα, αυτοσχεδιάζει και τραγουδά, μόνος ή μαζί με τον Λ. Κηλαηδόνη και άλλους συνεργάτες και φίλους, δημιουργώντας αυτό που αμήχανα το ονομάζουμε «ατμόσφαιρα», στιγμές συγκίνησης πραγματικής (και πρωτόγνωρης για εκπομπή, για «διαμεσολαβημένη» δηλαδή επαφή και σχέση), ίσως επειδή μιλά πια ο δημιουργός που διαλέγεται με το δικό του έργο και μέσω αυτού μ’ όλους τους άλλους, αυθέντης και μύστης, κόσμος ολόκληρος, ανοιχτός σε φίλους και εχθρούς.

Αν τώρα ο Σαββόπουλος είναι όλα αυτά, φάλτσα μαζί με μια εξαίσια μονωδία, και αν τα μεν αποτελούν προϋπόθεση της δε, δικός του, έστω, ο λογαριασμός, κι εμείς δεν είναι δυνατόν κι ούτε νοείται να τον κόψουμε κομμάτια. Μα πρέπει πάντοτε να ξέρουμε τι τρώμε.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από τη μακρά, επιθετική εισαγωγή του Δ. Σαββόπουλου στη δεύτερη εκπομπή, όπου απαντά εμμέσως στις αντιδράσεις πού υπήρξαν για την πρώτη και «διασαφεί» τους στόχους της σειράς.

2. Έτσι ακριβώς εκφωνεί και αποφωνεί τρομοκρατικά κάποια παραγωγός την εκπομπή της στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το περιεχόμενο είναι, προφανώς, πλίνθοι και κέραμοι. Ανάλογες εκπομπές το βρήκαν εύκολο να ανακατεύουν τραγούδια και είδη μουσικής σαν τραπουλόχαρτα, καλύπτοντας πίσω από το δημαγωγικό ιδεολόγημα περί «μιας και μόνης» την ακρισία ή την άγνοια, και συχνότερα την παντελή έλλειψη γούστου. Έτσι, με πρότυπο την εμπνευσμένη εκπομπή της Ρηνιώς Παπανικόλα στο παλαιό Τρίτο, που συνταίριαζε λογουχάρη το Et resurrexit από τη «Λειτουργία σε σι» του Μπαχ με τη φωνή της Δόμνας Σαμίου στο «Τώρα τα πουλιά», αποτόλμησε κάποιος παραγωγός να κολλήσει τις δωρικές σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ με τα τσιγγάνικα βιολιά του Σαραζάτε! «Μουσικό φάσμα 15 λεπτών» ήταν ο εύγλωττος τίτλος της εκπομπής, στο νεότερο Τρίτο. Εκεί και οι εκπομπές «Μουσικό πολύπτυχο: Μια πρωινή συναυλία σε ελεύθερη μορφή» και «Μουσική παρέλαση με ψυχαγωγικό ένδυμα: μουσική πολυχρωμία, χωρίς αισθητικές προκαταλήψεις» κ.ά.

3. Ο Μ. Χατζιδάκις λ.χ., στο Τρίτο Πρόγραμμα· ακολουθεί ο Θ. Μικρούτσικος, κατεξοχήν θεωρητικός της άποψης αυτής, και τώρα ο Δ. Σαββόπουλος. Ο καθένας βεβαίως ορίζει τη μία μουσική κατά τα προσωπικά του γούστα ή τις σκοπιμότητές του, γεγονός που ανατρέπει, φυσικά, το επηρμένο και ανιστόρητο αριθμητικό. Περισσότερο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Δ. Σαββόπουλου, όπου η μία μουσική ορίζεται κυρίως από τον «ήχο της Ομόνοιας» (όπως ονομάστηκε από τους διάμεσους δημοσιογράφους, παραγωγούς κτλ.), και στη συρρικνωμένη κατ’ αυτό τον τρόπο «πατρίδα μας» κάποια είδη μουσικής και κάποια τραγούδια είναι περισσότερο «πατρίδα» από τα άλλα, όπως θα φανεί παρακάτω.

4. Όταν οι ιδιοτυπίες, οι ιδιομορφίες (οι «ιδιαιτερότητες», κατά τον μάλλον αδόκιμο νεολογισμό) ισοπεδώνονται πίσω από το απόλυτο αριθμητικό ένας-μία-ένα· όταν τα πολλά, αντί να γίνουν έστω όλα, γίνονται ένα (και ο πλουραλισμός, λοιπόν, δογματισμός!), δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο γλωσσικό απλώς καπρίτσιο, παρά με κοινωνιολογικής τάξεως φαινόμενο –όπως πάντα. Χαρακτηριστικό είναι το άτοκο δάνειό μας από τη μητέρα αγγλική, όπου το οριστικό άρθρο τείνει να αντικαταστήσει τον υπερθετικό βαθμό όλων των αξιολογικών επιθέτων και μιλάμε πια για ΤΟ έργο, ΤΟ κείμενο, ΤΗΝ παραλία κ.τ.ό. Οι αναλογίες με τα παραπάνω είναι, ελπίζω, προφανείς.

5. Όπως και τη βυζαντινή μουσική και την ορθοδοξία (μα αυτή είναι άλλη ιστορία, ολόιδια πάντως στις αναλογίες της με τα παραπάνω).

6. Και σ’ αυτό το σημείο είναι ενδεικτικός, με βάση όσα προηγήθηκαν, ο τρόπος με τον οποίο ο Δ. Σαββόπουλος προάγει, ιδέες ή πρόσωπα. Πώς αλλιώς μπορεί λόγου χάρη να εξηγηθεί η επιστράτευση, μέσα από ολόκληρο τον δημοσιογραφικό κόσμο, του Άρη Δαβαράκη, της νεότερης παραδημοσιογραφικής γενιάς κοσμικογράφων.

7. Θα υπερθεματίσω εδώ, συμπληρώνοντας κατά κάποιον τρόπο τον Πα(ντελή) Μ(πουκάλα) που σχολίασε τα σημεία αυτά (Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 75, 17 Οκτ. 1986, σ. 46), τα οποία «φαίνονται ράμφεια αλλά είναι απλώς ποδοσφαιρικά», «κοινός τόπος των ομιλούντων ποδοσφαιριστών, παραγόντων, προπονητών». Είναι, γενικεύω, η κοινή ξιπασμένη μικροαστική, η γλώσσα δηλαδή του μέσου Έλληνα, που τον διορθώσαν στο σχολειό: «οι μαθηταί» και «οι καθηγηταί»· «η δεσποινίς», εξού «τη δεσποινίς»· «με απησχόλησε», εξού «απησχόλησέ τον», και τα λοιπά γνωστά, και έκτοτε αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί όταν ξιπάζεται εντός σαλόνων (χαίρε Μποστ) ή όταν μιλά σε «ανωτέρους» του και νιώθει ότι δίνει πάντα εξετάσεις, γλιστρώντας ολοένα σε σολοικισμούς: εδώ εδράζεται και ο μηχανισμός των «σαρδάμ», που πληθαίνουν αναπόφευκτα όσο μιλούμε λόγια ξένα, εν προκειμένω σκεύασμα τεχνητό –και ντροπή μας οι αφόρητες αυτές κοινοτοπίες, έτος σωτήριο ’86. Για τους σολοικισμούς ή τα σαρδάμ στη γλώσσα του Σαββόπουλου, αναπόφευκτα πάλι, αφού κι αυτός, φαίνεται, κάπου δίνει εξετάσεις, σημείωσε ο Πα.Μ., π.χ. την αιτιατική «τη Χάρις Αλεξίου", που την επανέλαβε ο Σ. και στη δεύτερη εκπομπή –ίσως γιατί το κομμάτι του Πα.Μ. είναι από αυτά που «δεν διαβάζονται».

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: