8/2/07

98. Στο φλου και στο περίπου ή Ο καημός της διαχρονίας

Τα Νέα, 21 Δεκεμβρίου 2002

«Της επιδαψιλεύει ιπποτικό χειροφίλημα», έτσι όπως ερωτοτροπεί μονίμως με τη λόγια γλώσσα η κοσμικογραφία, και γιατί όχι, θα μας πει, δεν είναι δα και αρχαίο ούτε άγνωστο το επιδαψιλεύω –κι άλλωστε έτσι «κάνει ύφος», και προπαντός «εκμεταλλεύεται τον πλούτο της γλώσσας», «αντλεί από όλα τα κοιτάσματα» και όλα τα σχετικά.

Πήρα ένα απλό παράδειγμα, μ’ ένα ομαλότατο μορφολογικά ρήμα, περιορισμένης όμως χρήσης: επιδαψιλεύω τιμές, επαίνους κτλ., που σημαίνει ότι τιμώ κάποιον πολύ, αφού επιδαψιλεύω=«προσφέρω σε κάποιον κάτι σε μεγάλη αφθονία». Άρα δεν επιδαψιλεύω χειροφίλημα. Κι ωστόσο, μοιάζει σχολαστικός ο έλεγχος αυτός, μια και ο καθένας καταλαβαίνει το νόημα, έστω στο περίπου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Διότι μπήκαμε στην αχανή επικράτεια του ύφους. Κι εδώ τα πάντα μοιάζει να είναι επιτρεπτά, επειδή τάχα υποκειμενικά, και το πρώτο που θεωρείται όχι απλώς επιτρεπτό αλλά σχεδόν επιβεβλημένο είναι η «άντληση από όλα τα κοιτάσματα».

Στην επικράτεια του ύφους πια τα πάντα είναι αδιαφανή, γιατί τα πάντα, όπως είπα, είναι στο περίπου· αποθαυμάζουμε λοιπόν τις άγνωστές μας λέξεις και τις σκοτεινές, εξαίρουμε το εγχείρημα προπάντων και συγχαίρουμε αλλήλους, μακάριοι και ευτυχείς για τον πλούτο που μας έλαχε –κι ας μην ξέρουμε να τον διαχειριστούμε, όχι γιατί δεν το μπορούμε, αλλά επειδή απλούστατα δεν γίνεται. Το νόμο ότι δεν νοείται συγχρονική χρήση της γλώσσας με ελεύθερη βοσκή σε «όλα τα κοιτάσματα» αρνούμαστε να τον δεχτούμε, οι εξεγερμένοι εμείς και υπεράνω πάσης γραμματικής και πάσης γλωσσολογίας, οι υπεράνω όμως επίσης και πάσης πραγματικότητας: γιατί η πραγματικότητα μας δείχνει ακριβώς τα αποτελέσματα της περίφημης αυτής «άντλησης»: εννιά φορές στις δέκα είναι απλώς λάθη, λάθη εννοιολογικά, γραμματικά και συντακτικά. Άρα, καλά είναι τα κοιτάσματα, μα μόνο για τους γνώστες και τους ειδικούς; Όχι, και πάλι όχι. Γιατί δεν υπάρχει γλώσσα που να μιλιέται και να γράφεται μόνο από τους λίγους κι εκλεκτούς: δεν θα ήταν γλώσσα τότε αυτή, αλλά κάποιο εργαστηριακό παρασκεύασμα.

Πάω από το επιδαψιλεύω σε άλλο παράδειγμα, ακόμα πιο απλό: «Στα ηνία του ήχου ο τάδε, επί του μικροφώνου ο δείνα», εκφωνούσε την εκπομπή του ένας δημοσιογράφος, από τους νέους, αριστερογενείς Μαχητές της Πατρίδας και της Γλώσσας, αυτό το καινούριο κράμα που ήρθε να ανταμώσει εντέλει το παλιό σχήμα συντήρησης-προόδου, ένα σχήμα που κάποια στιγμή φάνηκε ξεπερασμένο, μα λίγο λίγο αποκτά και πάλι την ισχύ του, έστω κι αν η σημερινή συντήρηση προβάλλει εξ αριστερών και σαν μεταμοντέρνα, μα πάντα πατριωτική, εθνοκεντρική –και πάντα μεγαλοϊδεάτικη και μεγαλομανής. Κλείνει η παρένθεση. «Στα ηνία του ήχου» λοιπόν: βεβαίως σχήμα λόγου, ύφος και πάλι –ατυχές, για τη δική μου αίσθηση, μα ύφος. Αυτό το «επί του μικροφώνου» όμως, κι αφού δεν κάθεται επάνω στο μικρόφωνο ο δείνα, τι μας δείχνει; Ιδού λοιπόν που μια κοινόχρηστη πρόθεση, η επί, λόγια αλλά ζωντανή ακόμα στη γλώσσα μας (επί χρόνια, επί Παπανδρέου, επί λέξει, επί του παρόντος, επί της ουσίας, επί του θέματος, επί της οδού Σκουφά, άλμα επί κοντώ, τρία επί πέντε), μόλις ξεφύγει από τις στερεότυπες ως επί το πλείστον χρήσεις της, οδηγεί σε ναυάγιο, κι ας είναι στα ρηχά.

Και πού να πάμε και στα πιο βαθιά… Εκεί που μας οδηγούν οι αγαθότερες, έστω, προθέσεις αλλά μαζί και η μεγαλύτερη παρανόηση των διδαχών περί ενιαίας, η παρανόηση που έλεγα και στις προηγούμενες επιφυλλίδες, αυτή που μας κάνει να νομίζουμε ότι μπορούμε να βγούμε ακόμα σήμερα στην αγορά με νόμισμα βεβαίως δικό μας, πλην αρχαίο, με την αρχαία μνα, ας πούμε, και να κάνουμε τις συναλλαγές μας (τι λέω μνα; ας πάμε ν’ αγοράσουμε σήμερα με δραχμές).

Συνεχίζω: «να διανοιγούν και να ξανακυλήσουν τα ποτάμια της το πάλαι υλύεσσας Αττικής». Υλύεσσας; Τι είναι αυτό; Εδώ δεν μας βοηθάει ούτε το περίπου. Πριν καταφύγω στο λεξικό, ας δούμε το πάλαι, πρώτα, που βεβαίως είναι γνωστό, από την έκφραση το πάλαι ποτέ, χρήση που έρχεται από τον Αριστοφάνη λόγου χάρη ώς τις μέρες μας· όμως το πάλαι σκέτο, μόνο του, συγνώμη αλλά δεν έρχεται, δεν ήρθε. Έστω «της το πάλαι ποτέ», έτσι, λόγϊα, ωραία, με το υπερβατό σχήμα· φαίνεται όμως πως δεν φτάνει τόσο μόνο. Χρειάζεται και κάτι πιο ηχηρό, μια υλύεσσα. Πάω λοιπόν –αν, λέω αν αυτό πρέπει να κάνει πάντα ο αναγνώστης, όχι λογοτεχνίας γενικά, όχι ποίησης, όχι δοκιμίου, αλλά εφημερίδας, και μάλιστα μιας σχολιογραφικής στήλης–, πάω λοιπόν στα λεξικά, και υλύεσσα δεν υπάρχει. Φταίω βεβαίως και εγώ, που ενώ διδάχτηκα αρχαία και είχα και καλούς βαθμούς, αρχαία τελικά δεν έμαθα, δεν ξέρω. Θυμάμαι όμως το ιλύς, τη λάσπη: ιλύεσσα θα είναι, λέω, κι έγινε λάθος τυπογραφικό. Ούτε ιλύεις, ιλύεσσα βρίσκω πουθενά. Από το υλοτομία θα ’ναι, έριξε τη σωτήρια ιδέα φίλος, καθώς του το κουβέντιαζα. Ναι, υλήεσσα, η δασώδης δηλαδή, το βρήκαμε πια!

Μα έτσι τάχα διαβάζουμε; Χωμένοι μες στο Λίντελ-Σκοτ και τη Διαχρονία; Εν πάση περιπτώσει, σ’ όλα αυτά τα παραδείγματα, σ’ αυτά, όπως και στα προηγούμενα και σ’ όσα θα ακολουθήσουν, σημασία δεν έχει το λάθος, το μικρό ή το μεγάλο, πόσο μάλλον το τυπογραφικό. Σημασία έχει η διαδικασία κατά την οποία ένας χρήστης της γλώσσας ασφυκτιά μέσα στα ευρύτατα περιθώρια της γλώσσας του, κι αναζητεί τη συγκίνησή του στο άγνωστο και μέσα από το άγνωστο, αφού –αναλογικά, σε γλώσσα άγνωστη ή αρχαία– ανθός και γουδοχέρι, διαμάντι και ποντικοκούραδο, με το συμπάθιο, όλα ίδια φαντάζουν, όλα ίδια είναι. Κι αυτήν πια τη συγκίνηση την πλαστή, το ξαναλέω, πάει να τη μεταδώσει, πώς; Διά του αγνώστου; του απροσπέλαστου, του απόκρυφου, του μυστικού; Να μη μεταδώσει τίποτα εντέλει; Μονάχα να θαμπώσει, με καθρεφτάκια, χάντρες κι άλλα χίλια-δυο λιλιά εμάς τους ίδιους, τους ιθαγενείς;

Αλλά πέρα κι από την παντελώς αδιαφανή υλήεσσα, εμένα μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ το πάλαι, το σπάραγμα του πάλαι ποτέ: θέλω άλλη μια φορά να πω ότι τα απολιθώματα είναι οπωσδήποτε πλούτος της γλώσσας, μα σαν απολιθώματα ακριβώς και τόσο μόνο. Ότι δεν είναι γενικότερα ενεργά φαίνεται εν προκειμένω από ανάλογες χρήσεις, που αντλούν την έμπνευσή τους ίσως από αυτό το πάλαι ποτέ, όπως «το αείποτε ΕΙΡ» που έχω ξαναγράψει, με την έννοια προφανώς του «πάλαι ποτέ ένδοξου ΕΙΡ», ή το πώποτε, που το έχει πάρει κανονικά εργολαβία άλλος ζηλωτής: «το ίδιο με τον Σαντάμ το πώποτε», «ουδέν φοβερότερον, πλην ίσως της Μακεδονικής φάλαγγας κινουμένης, το πώποτε...», και το πολλαπλώς πάσχον αλλά ανίατο: «ο θείος Χ, ενδιαφέροντος το πώποτε θείας Ψ…» (δηλαδή, αν μαντεύω σωστά, που ενδιέφερε [!!!] το πάλαι ποτέ τη θεία Ψ)!

Θα τελειώσω στο επόμενο.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: